«Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό, θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής, να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα…»


Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Artie Shaw And His Orchestra - The Man I Love



Σχετικά με το σαββατόβραδο εκείνο, που ο χορός της Στίνα μπορούσε να κάνει τον ίδιο τον Γκέρσουιν να σηκωθεί από τον τάφο του. Χρόνια μετά, η ανάμνηση αυτής της νύχτας εξακολουθεί να νοηματοδοτεί τη ζωή. 
Ακολουθεί μουσική.

Επί ένα χρόνο και παραπάνω πέρναγαν όλα τα σαββατοκύριακο ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, στην κάμαρά του, τρέφονταν ο ένας από τον άλλον σαν φυλακισμένοι στην απομόνωση που καταβροχθίζουν με μανία την καθημερινή μερίδα τους σε ψωμί και νερό. Τον αιφνιδίασε- και αιφνιδιάστηκε και η ίδια- με το χορό που χόρεψε ένα σαββατόβραδο όρθια στα πόδια του πτυσσόμενου καναπέ του φορώντας μόνο το κομπινεζόν της και τίποτ’ άλλο. Είχε αρχίσει να γδύνεται, το ραδιόφωνο έπαιζε- Σίμφονι Σιντ- και αυτό που τη συνεπήρε αρχικά και την έβαλε στο κλίμα ήταν ο Κάουντ Μπέισι με μια ομάδα μουσικών της τζαζ που αυτοσχεδίαζε πάνω στο “Lady be Good”, με μια ξέφρενη ζωντανή ηχογράφηση, και στη συνέχεια πάλι Γκέρσουιν, η ερμηνεία του “The man I love” από τον Άρτι Σο με τον Ρόι Έλντριτζ να δίνει ρέστα. Ο Κόλμαν, μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι, έκανε ότι του άρεσε περισσότερο τα σαββατόβραδα, αφού γύριζαν από το βραδινό τους φαγητό, Κιάντι, σπαγγέτι, και κρέπες με πέντε δολάρια, στο αγαπημένο τους ιταλικό εστιατόριο σε ένα υπόγεια της 14ης οδού: την κοίταζε που γδυνόταν. Εντελώς ξαφνικά, χωρίς καθόλου να την παρακινήσει ο ίδιος- το μόνο που την παρακίνησε ήταν προφανώς η τρομπέτα του Έλντριτζ η Στίνα άρχισε ότι ο Κόλμαν περιέγραφε ως τον πιο φιδίσιο σόλο χορό, που χόρεψε ποτέ ένα κορίτσι από το Φέργκας Φολς που δεν είχες κλείσει ούτε ένα χρόνο στη Νέα Υόρκη. Θα μπορούσε να σηκώσει και αυτόν τον ίδιο τον Γκέρσουιν από τον τάφο του, με εκείνο τον χορό, με τον τρόπο που τραγουδούσε το τραγούδι. Χάρη στη δύναμη ενός μαύρου τρομπετίστα που ερμήνευε το κομμάτι σαν μαύρο τραγούδι ανεκπλήρωτου έρωτα, εκεί, μπροστά στα μάτια του, διάφανη σαν το κρύσταλλο, αποκαλυπτόταν, η δύναμη της λευκότητάς της. Αυτό το τεράστιο λευκό μεγαλείο. «Θα ‘ρθει μια μέρα ο άντρας που αγαπώ… Θα είναι μεγάλος και δυνατός… ο άντρας που αγαπώ». Τα λόγια ήταν πολύ απλά, σαν να βγαίναν από το πιο αθώο αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού, μα σαν τελείωσε ο δίσκος σήκωσε τα χέρια να κρύψει το πρόσωπο της, εννοώντας ή παριστάνοντας πως ήθελε να κρύψει την ντροπή της. Η κίνηση ωστόσο δεν την προστάτεψε από τίποτα και κυρίως δεν την προστάτεψε από τον εκστασιασμό του Κόλμαν «Πού σε βρήκα, Βολούπτας;» τη ρώτησε, «Πώς σε βρήκα; Ποια είσαι;»

(Philip Roth, Το ανθρώπινο στίγμα, μετάφραση: Τ. Παπαϊωάννου, 
εκδόσεις Πόλις, σελίδα 15)

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Ο Ρούμπενς είναι μια ιστορία μέσα στην ιστορία.

    

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδε στο ρολόι της ευρωπαϊκής τέχνης τους δείκτες να σημαίνουν μεσάνυχτα. 
Στο επόμενο κεφάλαιο, θα τον πλημμυρίσει μια άσβεστη νοσταλγία, σκεπτόμενος την παλιά του σύζυγο, αλλά και όλες τις γυναίκες που είχε γνωρίσει. 
Λίγο αργότερα, θα τον φανταστούμε στο τραπέζι του, με το κεφάλι μέσα στις παλάμες, σαν τον στοχαστή του Ροντέν.
    
    «Ο Ρούμπενς του μυθιστορήματος μου ήταν μήπως ένας μεγάλος δυνάμει ζωγράφος; Ή μήπως δεν είχε κανένα ταλέντο; Εγκατέλειψε τα πινέλα του επειδή του έλειψαν οι δυνάμεις του ή, το αντίθετο τελείως, επειδή είχε τη δύναμη να διακρίνει καθαρά τη ματαιότητα της ζωγραφικής; Συχνά βέβαια, σκεφτόταν τον Ρεμπώ, με τον οποίο στα τρίσβαθά του του άρεσε να συγκρίνει τον εαυτό του (αν και με ταπεινοφροσύνη και ειρωνεία). Ο Ρεμπώ, όχι μόνο εγκατέλειψε ριζικά και χωρίς οίκτο την ποίηση, αλλά η μετέπειτα δραστηριότητά του είναι η σαρκαστική της άρνηση: λένε ότι έκανε στην Αφρική εμπόριο όπλων, και μάλιστα δουλεμπόριο νέγρων. Ακόμα κι αν η δεύτερη διαβεβαίωση δεν είναι παρά ένας συκοφαντικός θρύλος, εξηγεί καλά, μέσω της υπερβολής την αυτοκαταστροφική βία, το πάθος, τη λύσσα με την οποία ο Ρεμπώ αποκόπηκε από το παρελθόν του του ποιητή. Αν ο Ρούμπενς αισθανόταν  όλο και περισσότερο να τον ελκύει ο κόσμος των εκμεταλλευτών και των χρηματιστών, είναι ίσως επίσης επειδή (δίκαια ή άδικα) έβλεπε σ’ αυτή την δραστηριότητα το αντίθετο ακριβώς των καλλιτεχνικών του ονείρων. Την ημέρα που ο Ν έγινε διάσημος, ο Ρούμπενς πούλησε ένα πίνακα που κάποτε εκείνος του είχε χαρίσει. Η πώληση αυτή όχι μόνο του έφερε κάποια χρήματα, αλλά του αποκάλυψε ένα καλό μέσο για να κερδίσει τη ζωή του: το να πουλά στους ενεχυροδανειστές (που περιφρονούσε) τα έργα των ζωγράφων (που δεν εκτιμούσε).
   Πολλοί άνθρωποι κερδίζουν τη ζωή τους πουλώντας πίνακες, χωρίς να ντρέπονται καθόλου που κάνουν ένα τέτοιο επάγγελμα. Μήπως ο Βελάσκεθ, ο Βερμέερ, ο Ρέμπραντ, δεν ήσαν κι αυτοί έμποροι πινάκων; Ο Ρούμπενς το ξέρει βεβαίως. Αλλά αν είναι έτοιμος να συγκρίνει τον εαυτό του με τον δουλέμπορο Ρεμπώ, δεν θα τον συγκρίνει ποτέ με τους μεγάλους ζωγράφους εμπόρους πινάκων. Ποτέ ο Ρούμπενς δεν θα αμφιβάλλει για το απολύτως άχρηστο του επαγγέλματός του. Στην αρχή, λυπήθηκε γι’ αυτό και προσήψε στον εαυτό του την ανηθικότητά του. Κατέληξε όμως να πει μέσα του: κατά βάθος τι σημαίνει να είναι κανείς «χρήσιμος»; Το άθροισμα της χρησιμότητας όλων των ανθρωπίνων όντων όλων των εποχών περιλαμβάνεται ολόκληρο στον κόσμο έτσι όπως είναι σήμερα. Κατά συνέπεια: τίποτα το πιο ηθικό από το να είναι κανείς άχρηστος.»

(Η Αθανασία, Μίλαν Κούντερα, Εκδόσεις Εστία, μετάφραση: Κατερίνα Δασκαλάκη, σελίδα 349)

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Οι μεταμορφώσεις μιας αιματορουφήχτρας



 Η Μαρία Καλογήρου γράφει για τον Baudelaire


Les métamorphoses  du vampire

La femme cependant, de sa bouche de fraise
En se tordant ainsi qu’ un serpent sur la braise,
Et petrissant ses seins sur le fer de son busc,
Laissant couler ces mots tout imprégnés de musc:
-“Moi, j’ ai la lèvre humide, et je sais la science
De perdre au fond d’ un lit l’ antique conscience.
Je sèche tous les preurs sur mes seins triomphants,
Et fais rire les vieux du rire des enfants.
Je remplace, pour qui me voit nue et sans voiles,
La lune, le soleil, le ciel et les étoiles!
Je suis, mon cher savant, si docte ayx voluptés,
Lorsque j’ etouffe un home en mes bras redoutés,
Ou lorsque j’ abandonne aux morsures mon buste,
Timide et libertine, et fragile et robust,
Que sur ces matelas qui se pâment d’ émoi,
Les anges impuissants se damneraient pour moi!”

Quand elle eut de mes os sucé toute la moelle,
Et que languissamme je me tournai vers elle
Pour lui render un baiser d’ amour, je ne vis plus
Qu’ une outré aux flancs gluants, toute pleine de pus!
Je fermai les deux jeux, dans ma froide épouvante,
Et quand je les rouvris à la claret vivante,
À mes côtés, au lieu du mannequin puissant
Qui semblait avoir fait provision de sang,
Tremblaient confusément des debris de squelette,
Qui d’ eux mêmes rendaient le cri  d’ une girouette
Ou d’ une enseigne au bout d’ une tringle de fer,
Que balance le vent pendant les nuits d’ hiver.


Οι μεταμορφώσεις μιας αιματορουφήχτρας

Τότε η γυναίκα με τα’ αβρά χείλη, τα φραουλένια,
σαν φίδι απά’ σε κάρβουνα αναφτά στιφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
« Έχω τα χείλη εγώ υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησες παλιές μες στο βαθύ κρεβάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.
Κι έχω γι’ αυτό που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη
να γίνουμε ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω
ή σαν μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία,
που ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
πάνω σ’ αυτά τα στρώματα, τα ποθοπλανταγμένα,
θα ’κανα να κολάζονται κι οι Άγγελοι για μένα!»

Και το μεδούλι ως βύξανεν όλο απ΄’ τα κόκαλά μου,
και λαγγεμένος έστρεψα σ’ εκείνη τη ματιά μου,
έσκυψα του έρωτα φιλί για να της δώσω, όταν
είδα ένα ον σιχαμερό, όλο πύο, που αναδευόταν!
Έκλεισα τα δυο μάτια μου από τη σιχασιά μου,
μα όταν τα ξανάνοιξα μέσα στο φως, σιμά μου
αντί για κείνο το τρανό νευρόσπαστο που σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν,
κάτι ρημάδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγκά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,
ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κοιτούν οι αγέρηδες τις νύχτες του χειμώνα. 


Ο Μπωντλαίρ ανοίγει τα μάτια σ’ αυτόν τον κόσμο που ερχόμαστε χωρίς να το θέλουμε και παρατηρεί. Βλέποντας το κακό να βασιλεύει και τους  ανθρώπους να ξεγελιούνται αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο της πόλης του που οδηγεί στο κακό. Συχνάζει σε καπηλεία, ξεχνιέται με το κρασί, δοκιμάζει το όπιο και αναζητά συντροφιά στον έρωτα μιας πόρνης .
Αγαπά, μα προδίδεται. Θέλει να προστατευτεί από τα μάταια συναισθήματα, μα είναι αφοπλιστικά γλυκιά η λαχτάρα του έρωτα,  η προστασία του αλκοόλ, η σαρκική ηδονή. Μέσα στο κακό κρύβεται μια παράξενη και γοητευτική ομορφιά κι αυτή την ομορφιά, ένοχος, επιλέγει να υμνήσει. Γι’ αυτήν προσπαθεί να προειδοποιήσει τους ανθρώπους γύρω του, που χαμένοι στις σκέψεις του ο καθένας και η καθεμία βαδίζουν πλάι πλάι, μαζί αλλά χώρια, αναζητώντας την ευτυχία. Αγαπιούνται, αλλά πολεμούν μεταξύ τους, διψούν για ζωή, μα αφήνουν το θάνατο να κυριεύει τη δική τους.
Κι όσοι ταξιδεύουν, για να βρουν το αλλοτινό και αληθινό, «παντού το πληκτικό της αμαρτίας θέαμα και το παντοτινό» βλέπουν:
«μια σκλάβα τη γυναίκα να ’ναι, ανόητη, ξεπαρμένη,
που αγέλαστα λατρεύεται, σιχαμερά αγαπιέται·
τον άντρα, τύραννο, άπληστο, λάγνο, σκληρό να γένει,
σκλάβος της σκλάβας, σε οχετό σαν βούρκος να κυλιέται·
το δήμιο να χαίρεται, το θύμα να ολολύζει·
τα γλέντια που ραντίζει τα το αίμα και τα μυρώνει·
τον Άρχοντα της Εξουσίας η πίκρα να ερεθίζει,
βούρδουλα να ποθεί ο λαός, που τον αποκτηνώνει»
Συνειδητοποιεί τότε τοαΑνθρώπινο της προέλευσης των δεινών του κόσμου τούτου. Μόνοι τους οι άνθρωποι κάνουν τη ζωή τους άσχημη και τον εαυτό σιχαμένο, βαφτίζοντας «κακό» ό, τι κακό δεν είναι. Και λυτρωμένος πια από τύψεις φωνάζει «Και ποιος μπροστά στον έρωτα για Κόλαση μιλάει;»

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Έντεχνος κινηματογράφος....

"Σε τι χρειάζεται ένα σπίτι αν δεν έχεις έναν υποφερτό πλανήτη να το βάλεις επάνω;"
- Χένρι Ντέβιντ Θορώ

Η Νεφέλη

Μέρα τη μέρα ζω - πού ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ'άλλο μου τα ισιώνει.

Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να 'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα "εθνικά ιδεώδη".

Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μια πολεμική ιδιότης

Δεν πά' να ξενυχτάς - να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους

Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διαννοούμενο
και μόνο εγώ που σ'αγαπώ: στα όνειρά μου έναν κρατούμενο.

Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν' "κονός διαιρέτης"
εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ ο Νεφεληγερέτης.

(απόσπασμα από την "Μαρία Νεφέλη" του Οδυσσέα Ελύτη)

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Γυμνό σώμα - Γιάννης Ρίτσος

Διαλέγω από τη συλλογή "Τα ερωτικά" του Ρίτσου, το Γυμνό Σώμα. Χάμενη στο απέραντο της καθημερινής ζωής, καθώς περνάνε οι μέρες, νιώθω τους στίχους να ακούγονται μέσα μου. Κάποιες φορές με μουσική, άλλοτε χωρίς. Και πάντα ο χρόνος είναι ο ίδιος "ένας αιώνας και εννιά δευτερόλεπτα".
                                                                             (Εικονογράφηση του Felicien Rops 
                                                                                                        για τα Άνθη του Κακού)


Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.
Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.
Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.
Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.
Ἕνα ἄστρο
ἔκαψε τὸ σπίτι μου.
Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν
στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω.
Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.
Ὅπου βρίσκεσαι
ὑπάρχω.
Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.
Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;
Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο
παρόν.
Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.
Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;
Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.
Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.
Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;
Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Απόσπασμα από το βιβλίο "η βαρκάρισα της χίμαιρας"


«Άσχετο, αλλά:
Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους.Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων.Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους.Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή.Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους.Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα.Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι.Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.»

(της Αλκυόνης Παπαδάκη)

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Απόσπασμα από το βιβλίο "ο Μικρός Πρίγκιπας"

Antoine De Saint-Exupery

Μου είπε:
"Αυτή τη νύχτα είναι ένας χρόνος. Το αστέρι μου θα βρίσκεται ακριβώς στον τόπο απ' όπου αποβιβάστηκα πέρσυ..."

"Ανθρωπάκι μου, δεν είναι ένα κακό όνειρο αυτή η ιστορία με το φίδι και την συμφωνία και τ' αστέρι..."

Αλλά δεν απάντησε στην ερώτησή μου. Είπε: 
"Ότι είναι σπουδαίο δεν το βλέπει κανείς..."

"Σωστά..."

"Είναι όπως με το νερό. Αυτό που μου έδωσες να πιω ήταν σαν μουσική, η τροχαλία, το σκοινί....θυμάσαι;...ήταν ωραία."

"Σωστά..."

"Θα κοιτάς τη νύχτα τ' αστέρια. Το δικό μου σπιτάκι είναι πολύ μικρό για να μπορέσω να στο δείξω πού τριγυρνά. Είναι καλύτερα έτσι. Το αστέρι μου για σένα θα είναι ένα από τ'αστέρια. Έτσι θα κοιτάς με ευχαρίστηση όλα τ'αστέρια... Όλα θα είναι φίλοι σου. Και τώρα θα σου χαρίσω ένα δώρο..." Και γέλασε.

"Αχ ανθρωπάκι μου, μικρό ανθρωπάκι! Με πόση ευχαρίστηση ακούω αυτό το γέλιο!"

"Ακριβώς αυτό θα είναι το δώρο μου. Θα είναι όπως με το νερό..."

"Τι θέλεις να πεις;"

"Οι άνθρωποι έχουν αστέρια, μα δεν είναι τα ίδια. 
Για μερικούς που ταξιδεύουν, τ'αστέρια είναι οδηγοί.
Για άλλους δεν είναι παρά μικρά φώτα. Για άλλους πάλι, τους σοφούς, είναι προβλήματα. Για τον έμπορά μου, ήταν χρυσός. Μα όλα αυτά τα αστέρια σιωπούν.
Εσύ, θα έχεις αστέρια, όπως δεν τα έχει κανείς..."

"Τι θέλεις να πεις;"

Όταν τη νύχτα θα κοιτάς τον ουρανό, θα είναι σαν να σου γελούν όλα τα αστέρια, γιατί εγώ θα κατοικώ σε ένα από αυτά, γιατί εγώ θα γελώ σε ένα από αυτά. Εσύ μόνο θα έχεις αστέρια που θα μπορούν να γελούν!" 
Και ξαναγέλασε.

- Αντουάν Ντε Σαίντ Εξυπερύ 
(εκδόσεις Φιλολογική)

Απόσπασμα από το βιβλίο "η βαρκάρισα της χίμαιρας"

«Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ‘λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες ψυχές.»

- Αλκυόνη Παπαδάκη

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Τὰ δεκατέσσερα παιδιά




«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...» μελωδοῦσε γιομίζονταςτὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπακαθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, ἀναπαύοντανπάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ ἔβλεπεςπὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένακαὶ στεκόντουσαν γύρω σου. Τὰ μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!...» 
Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψειςτὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζενἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶςμπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
ῥοδῶνες καὶ κλήματα...»
 Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσεςμποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέριακι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξημὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.
Ἀλλὰ ξύπναγες τὸ πρωῒ κι ἄκουγες ποὺ ἔβρεχε.Σὲ δίπλωνε σὰ μιὰ λύπη τ᾿ ἀδιάβροχό σουκι ὁ δρόμος γιὰ τὸ σχολειὸ γινόταν πιὸ δύσκολος.Βάδιζες κ᾿ εἶχες σκυμμένο τὸ πρόσωποσὰ νἆταν κάποιος ἀπάνω σου καὶ νὰ σ᾿ ἔκρινεγιὰ τ᾿ ἄδεια σου χέρια. Σὰ νἄφταιγες μάλιστα,
σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ σὲ μπάτσιζε τὸ χιονόνερο.
Ἔμπαινες στὸ σχολειὸ κ᾿ ὅπως τ᾿ ἀντίκριζεςμοιραζόταν σὲ δεκατέσσερα χαμόγελα τὸ πρόσωπό σου.Θυμόσουν πὼς ἡ ἀγκάλη σου ἦταν μισὴκι ἀνεβαίνοντας πάνω στὴν ἕδρα σουἄνοιγες τὴ λύπη σου καὶ τὰ σκέπαζες
ὅπως ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὴ γῆ.
Ὥρα 8 καὶ 20´ ἀκριβῶς.Τὸ μάθημα ἀρχίζει κανονικά.Ἐσὺ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἕδρα κι ἀπ᾿ ἀντίκρυ σου ὁ Χριστός,ἁπαλὸς καὶ γλυκὺς μὲς στὸ κάδρο του,δίνετε τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τουςνὰ τοὺς κάμετε μιὰ στέγη ἀπὸ ζεστασιὰγιατὶ σᾶς ἤρθανε καὶ σήμερα μουσκεμένακ᾿ ἡ λύπη περπατάει μὲς στὰ μάτια τους
ὅπως ὁ σπουργίτης πάνω στὸ φράχτη.
Τὸ καλαμπόκι δὲν ψώμωσε τὸ περσινὸ καλοκαίρικι ἀκοῦς τὸ ψωμάκι ποὺ κλαίει μὲς στὶς μπόλιες τους.Ὥρα 10 καὶ 20´. Τὸ μάθημα συνεχίζεται.Οἱ σπουργίτες σου χτυποῦν τὰ φτερά τους.Τὸ μολύβι πεθαίνει ἀνάμεσα στὰ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.Ἡ καρδιά σου εἶναι τώρα μιὰ στάμνα σπασμένη.Τὰ λόγια σου βγαίνουν ἀργὰ σὰ μιὰ βρύση ποὺ στέρεψε:«Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος...».Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Τὰ μέτρησες δέκα φορές.Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Μετρᾶς τὸ ἕνα χέρι σου-τ᾿ ἄλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σὲ συννεφιά-τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Σηκώνεις τὸ πρόσωπο,κοιτάζεις τὴ στέγη, κάνεις πὼς σκέφτεσαισκύβεις πάλι στὴν ἕδρα, ξεφυλλίζεις τὸν Αἴσωπο,κατεβαίνεις καὶ γράφεις στὸ μαυροπίνακα,κοιτάζεις τὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο,γυρίζεις τὸ κεφάλι σου ἀλλοῦ,δὲ μπορεῖς ἄλλο παρὰ νὰ κλάψεις.Παίρνεις τὸ μαθητολόγιο στὰ χέρια σου,κάτι ψάχνεις νὰ βρεῖς, τὸ σηκώνεις διαβάζοντας
καὶ σκεπάζεις τὸ πρόσωπό σου.
Τὰ σύννεφα ἔχουν μπεῖ μὲς στὴν τάξη.Ἀντίκρυ σου κι ὁ Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ ἀμηχανία.Θαρρεῖς καὶ σηκώνει στ᾿ ἀλήθεια τὰ χέρια τουἑνωμένα στὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπὸ πάνω του.Νιώθει στενόχωρα ὅπως τὰ μεσάνυχτα στὴ Γεθσημανῆκαὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ χτυπήσω τὸν ὦμοκαὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ: Δός του θάρρος,βοήθησέ τον νὰ βγεῖ ἀπ᾿ τὴ δύσκολη θέση,κατέβαινε, διάσχισε τὴν αἴθουσα γρήγορα,μὴν τὸν ἀφήνεις ἐκτεθειμένο στὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν,δός του ἕνα βιβλίο νὰ κάνει πὼς συλλαβίζει,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κρύψει τὰ μάτια του.

- Νικηφόρος Βρεττάκος