«Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό, θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής, να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα…»


Κυριακή 21 Νοεμβρίου 2010

ΣΚΥΦΤΟΣ ΣΤΟ ΔΕΙΛΙΝΟ


Σκυφτός στο δειλινό, ρίχνω τα θλιμμένα δίχτυα μου
στα ωκεάνεια μάτια σου.

Εκεί γιγαντώνεσαι και καίει στην πιο ψηλή φωτιά
η μοναξιά μου που χτυπάει τα χέρια σαν τον ναυαγό.

Κάνω σινιάλα κόκκινα, στ' αφηρημένα μάτια σου
που κυματίζουν σαν τη θάλασσα στα πόδια κάποιου φάρου.

Μόνο σκοτάδια κρύβεις μέσα σου γυναίκα μακρινή, δική μου,
στιγμές από το βλέμμα σου προβάλλει η έκτη του τρόμου.

Σκυφτός στο δειλινό ρίχνω τα θλιμμένα δίχτυα μου
σ' εκείνη τη θάλασσα που φουρτουνιάζει τα ωκεάνεια μάτια σου.

Τα νυχτοπούλια ραμφίζουνε τα πρώτα αστέρια
που σπιθίζουν σαν την ψυχή μου όταν σ' αγαπώ.

Στη σκοτεινή φοράδα της καλπάζει η νύχτα
σκορπώντας γαλάζια στάχυα πάνω στον κάμπο.

Πάμπλο Νερούδα.
Από την ποιητική συλλογή
20 Poemas de amor y una cancion deserada

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Έκτορας Κακναβάτος

Γεννήθηκε στον Πειραιά το Σεπτέμβριο του 1920 όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στην Κατοχή πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την Απελευθέρωση, το 1947, εξορίζεται στην Ικαρία και το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου μετάγεται στην Μακρόνησο. Απολύεται το 1949, με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού. Από το 1958 έως το 1962 εργάζεται στη Σύρο όπου φτιάχνει δικό του φροντιστήριο. Η πρώτη του ποιητική συλλογή είχε τίτλο "Fuga". Πέθανε στις 10 Νοεμβρίου 2010 σε ηλικία 90 ετών.

Φωνή μου ράτσα υψικάμινου
Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς
κι ύστερα καλή μ' αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.
Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ' τα εννιά σκοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις~ φτύσ' τους.
Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.
                                                   (1967)


Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο
Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα
ο δρόμος στένευε με λέξεις ψόφιες
που μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.
Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ
Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αίγισθου:
διαβήτες, Κλυταιμνήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που τελείωσαν
το πρόβλημα της αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΑ – ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες.
Κόφ’ το λοιπόν να τελειώνουμε.


(ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟ ΔΕΡΑΣ ΠΑΝΤΑ Η ΠΟΙΗΣΗ
σπουδή στο γνώθι σαυτόν των ποιητών)
Κι αν ακόμη το νόημα είναι του βυθού
ο αυτάρκης πυρόλιθος του ονείρου...
μόνο εσύ ω ποίηση έμεινε να φέγγεις
μέσα από βράχο διάφανο το μόνο πλοίο
Γιατί άλλο από το παραλήρημα δεν σου μεινε φυσίγγι
δεν έχει άλλη εκβλάστηση από τη φλέβα σου
που πλημμυράει την πολιτεία συρίζοντας ως τον ενδότοιχο
σφαγμένη εντός σου μια ερώτηση δε λέει να σωπάσει
ανατέλλει δύει εντάφια πλησιφαής
με φεγγάρια χαίνει με παλίρροιες
όπως απλώνει στα ορυκτά το έκζεμα του πλανήτη
κι από τη βολή του πρόγονου δε σβήνει η ηχώ
Πιο κορυφαίο σπόνδυλο απ τη σιωπή δεν έχεις
χαράδρα η μνήμη μάγμα απέραντο η οργή

                  (ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ, η κλίμακα του λίθου)