«Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό, θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής, να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα…»


Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

από τον «Πύργο των Πυρηναίων» του Jostein Gaarder

«Αν δύο σωματίδια, δύο φωτόνια για παράδειγμα, έχουν κοινή προέλευση ή αφετηρία και στη συνέχεια διασπαστούν και εγκαταλείψουν το ένα το άλλο με μεγάλη ταχύτητα, , θα συνεχίσουν παρά ταύτα να βρίσκονται σε συνάρτηση σαν μια ολότητα. Ακόμα κι αν το καθένα σταλεί προς διαφορετική κατεύθυνση στο Διάστημα και βρεθούν σε απόσταση ετών φωτός μεταξύ τους, θα παραμείνουν περιπλεγμένα, καθένα θα έχει πληροφορίες για τις ιδιότητες του άλλου, και το ένα «δίδυμο σωματίδιο» θα επηρεάζεται από αυτά που συμβαίνουν στο άλλο. Φυσικά, δεν πρόκειται για επικοινωνία, αλλά για συνάρτηση -ή γι’ αυτό που αποκαλούμε «μη τοπικότητα*». Σε επίπεδο κβάντων, ο κόσμος είναι μη τοπικός. Αυτό είναι παράξενο, ίσως εξίσου ακατανόητο με τη δύναμη της βαρύτητας -και ο Einstein αρνούνταν το φαινόμενο, γιατί του φαινόταν πρόκληση κατά της λογικής, αλλά μετά τον Einstein έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά.
Δε μιλάμε για τηλεπάθεια, αλλά για τηλεφυσική. Ωστόσο, η ψυχική επαφή μέσα από μεγάλες αποστάσεις είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο ουσιαστική για τον άνθρωπο από την κβαντομηχανική -απλώς και μόνο γιατί εμείς είμαστε τα πνεύματα εδώ. Πρόσεξε τα αστέρια και τους γαλαξίες. Κοίταξε τους κομήτες και τους αστεροειδείς που περνάνε και επίτρεψε στον εαυτό σου ένα καταπληκτικό γέλιο. Παρόλο που αυτοί είναι τεράστια ουράνια σώματα, εμείς είμαστε οι ζωντανές ψυχές σ’ αυτό το σύμπαν».

*Σημείωμα του Αναγνώστη: ουτοπία

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις...


Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφαγίδα του βάνει.

Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.

Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέρριτη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τοσηδά και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.


                                                              

Πάμπλο Νερούδα, "Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα και Ένα Τραγούδι Χωρίς Καμμιάν Ελπίδα" (2005)


Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Θα 'ρθω να σε βρω



Όταν πλακώσει ο θάνατος αρχίζει η καταγραφή της ζωής. Κι έτσι κυκλοφορούν τα βιβλία.
Το καλό με μένα αλλά και το ζόρι είναι που ξέρω συνειδητά το θάνατό μου και μαζί με την καταγραφή της πεθαμένης ζωής, μπορώ να καταγράφω και το θάνατο μου. 

Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θα ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα 'μαι εγώ πια. Θα 'ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα.
Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ. Είναι καλύτερο ν' αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με την φάτσα μου επάνω τυπωμένη. Κι ας σου φαίνεται γελοίο. Κι ας μου φαίνεται γελοίο. Θέλεις να πατάς σταθερά. Σ' αρέσουν οι ρηχές θάλασσες. Σ' αρέσει να γυρνάς τον κόσμο, αλλά πάντα στα ρηχά. Εμένα μ' αρέσουν οι βαθιές θάλασσες. Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο. Κι ας μη με νομίζει κολλημένο στο ίδιο αυτό σημείο. Δεν υπάρχει σύμπαν, υπάρχουν μόνο στιγμές, συμπαντικές στιγμές. Αν φτάσεις στην ακινησία, μπορείς παντού να ταξιδέψεις.
Γι'αυτό ξέχασες που σου 'λεγα μωρό μου, κείνο το πρωινό δίπλα στη σκάλα, πως η ζωή και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος. Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης. Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο, κακώς έχεις νομίσει. Για μένα δεν υπάρχει κόσμος, χρειάζομαι απλά να δημιουργώ κόσμους....
.....Η κοινωνία των ανδρών είναι σιχαμερή. Η κοινωνία των γυναικών το ίδιο. Ζήτω η κοινωνία των παιδιών και των ζώων. Όχι όλων. Αυτών που δεν έχουν αποκτήσει ακόμα ανθρώπινες συνήθειες.....

Νικόλαος Άσιμος, 1981
(απόσπασμα από το έργο του "Αναζητώντας τους Κροκανθρώπους")