«Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό, θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής, να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα…»


Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Φυγή


Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.



Γεώργιος Σεφέρης

Νύχτα


Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.

Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε 

αποσταμένοι οι έρωτες 
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε 
τον πόνο που κρατάνε

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι 

σκυμμένο προς τα δάκρυα του 
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων 
το δρόμο της θα πάρει

Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει 

χλωμό και μυστηριώδικο 
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε 
και λείψανο να βγαίνει.

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους 

κι αυτοί λέν πως έτριξε· 
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται 
μελλοντικούς θανάτους.

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες 

τη νύχτα την αστρόφεγγη 
που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε 
και παίζουν οι λατέρνες.

Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε 

οι λησμονιές γλυκύτατες· 
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους 
και οι άνθρωποι θ' ακούνε

Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι 

το πάρκον ανατρίχιασε 
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε 
να πάει στη χλόη να γείρει. 


Κ. Καρυωτάκης, "Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγματων"

Οι προσευχές των ναυτικών...

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

Οι Κούληδες με την βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή « Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.



Ν. Καββαδίας, (Μαραμπού)

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Οι βάρβαροι (Κ.Π. Καβάφης)

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

        Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
  Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.


—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
 και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
 στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
        τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
        για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
        τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.


— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
 σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
 γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
 και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
 γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
 μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.


—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
 να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
 κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
 Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
 κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

        Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
        Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

                               __

 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
 Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.