«Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό, θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής, να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα…»


Παρασκευή 22 Ιουνίου 2012


"Τρόμαξα,είδα για πρώτη φορά πόσο δημιουργική είναι η επέμβαση του ανθρώπου και πόσο μεγάλη η ευθύνη του.Αν η πραγματικότητα δεν παίρνει τη μορφή που θέμε,εμείς φταίμε΄ό,τι δεν πεθυμήσαμε αρκετά,αυτό το λέμε ανύπαρχτο΄πεθύμησέ το,πότισέ το με το αίμα σου,με τον ιδρώτα και τα δάκρυα,και θα πάρει κορμί.Η πραγματικότητα τίποτ'άλλο δεν είναι παρά η υποταγμένη στην πεθυμιά μας και στον πόνο μας χίμαιρα."


   "Ο άνθρωπος δεν αντέχει στην απόλυτη λευτεριά΄μια τέτοια λευτεριά τον φέρνει στο χάος΄αν ήταν μπορετό να γεννιόταν άνθρωπος με απόλυτη λευτεριά,το πρώτο χρέος του,αν ήθελε να'ναι χρήσιμος απάνω στη γης,θα'ταν να περιορίσει τη λευτεριάν αυτή΄μονάχα σ'ένα ορισμένο,περιορισμένο αλώνι αντέχει ο άνθρωπος να δουλέψει."


   "Ο δημιουργός παλεύει με ουσία σκληρή,αόρατη,ανώτερή του΄κι ο πιο μεγάλος νικητής βγαίνει νικημένος΄γιατί πάντα το πιο βαθύ μας μυστικό,το μόνο που άξιζε να ειπωθεί,μένει ανείπωτο.Δεν υποτάζεται ποτέ αυτό στο υλικό περίγραμμα της τέχνης΄πλαντούμε στην κάθε λέξη΄βλέπουμε ένα δέντρο ανθισμένο,ένα ήρωα,μια γυναίκα,το άστρο της αυγής και φωνάζουμε: Αχ! και τίποτ'άλλο δεν μπορεί να χωρέσει τη χαρά μας.Όταν το Αχ! αυτό θελήσουμε,αναλύοντάς το,να το κάμουμε στοχασμό και τέχνη,να το μεταδώσουμε στους ανθρώπους,να το σώσουμε από την ίδια μας τη φθορά,πώς ξευτελίζεται σε λόγια αδιάντροπα,βαμμένα,γεμάτα αέρα και φαντασία!
    Κι όμως,αλίμονο! τρόπος άλλος να μεταδώσουμε στους ανθρώπους το μόνο αθάνατο μέσα μας,το Αχ! ετούτο,δεν υπάρχει.Οι λέξες! οι λέξες! Άλλη για μένα σωτηρία,αλίμονο,δεν υπάρχει.Δεν έχω στην εξουσία μου παρά είκοσι τέσσερα μολυβένια στρατιωτάκια,τα είκοσι τέσσερα γράμματα της αλφαβήτας,θα κηρύξω επιστράτεψη,θα σηκώσω στρατό,θα παλέψω με το θάνατο.
    Ξέρω καλά πως ο θάνατος δε νικιέται΄μα η αξία του ανθρώπου δεν είναι η Νίκη,παρά ο αγώνας για τη Νίκη.Και ξέρω ακόμα ετούτο,το δυσκολώτερο:δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη Νίκη΄η αξία του ανθρώπου είναι μια μονάχα,ετούτη:να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή.Κι ακόμα ετούτο,το τρίτο,ακόμα πιο δύσκολο:η βεβαιότητα,πως δεν υπάρχει αμοιβή,να μη σου κόβει τα ήπατα παρά να σε γεμίζει χαρά,υπερηφάνια κι αντρεία."


   "Κάθε άρτιος άνθρωπος έχει μέσα του,στην καρδιά της καρδιάς του,ένα κέντρο μυστικό και γύρα του περιστρέφουνται τα πάντα΄ο μυστικός αυτός στρόβιλος δίνει ενότητα στο στοχασμό και στην πράξη μας,και μας βοηθάει να βρούμε ή να εφεύρουμε την αρμονία του κόσμου.'Άλλοι έχουν τον έρωτα,άλλοι τη δίψα της μάθησης,άλλοι την καλοσύνη ή την ομορφιά΄ή τη λαχτάρα του χρυσαφιού και της εξουσίας΄κι όλα τ'αξιολογούν και τα υποτάζουν στο κεντρικό τους αυτό πάθος.Αλίμονο στον άνθρωπο που μέσα του δε νιώθει να τον κυβερνάει ένας απόλυτος μονάρχης΄η ζωή του κατασκορπίζεται ακυβέρνητη κι ασυνάρτητη σε όλους τους ανέμους."




από την Αναφορά στον Γκρέκο του Νίκου Καζαντζάκη

Τρίτη 19 Ιουνίου 2012

"Στον κόσμο αυτό υπάρχει πάντα ένα άτομο
που περιμένει ένα άλλο, είτε στη μέση μιας ερήμου
είτε στη μέση μιας μεγάλης πόλης
Κι όταν οι δύο αυτοί άνθρωποι διασταυρώνονται
και οι ματιές τους σμίγουν,
το παρελθόν και το μέλλον χάνουν τη σημασία τους
και το μόνο πράγμα που υπάρχει είναι εκέινη η στιγμή
μαζί με την απίστευτη βεβαιότητα ότι τα πάντα
κάτω από τον ήλιο είναι γραμμένα από το ίδιο Χέρι
το Χέρι που αφυπνίζει την Αγάπη..."



- Paulo Coelho
Ρώτησαν κάποτε το Ναστραντίν Χότζα:
" Όταν γίνεται ένα καινούργιο φεγγάρι, το παλιό τι το κάνουν;"
Κι αυτός απάντησε:

"Το ψαλιδίζουν και το κάνουν άστρα"

(Απόσπασμα από το βιβλίο "Μέσα στις Φλόγες" της Διδώ Σωτηρίου)

Κυριακή 3 Ιουνίου 2012

"  Η απόφαση να υιοθετήσεις τη ροπή σου για τη λογοτεχνία σαν να ήταν η μοίρα σου θα πρέπει να μετατραπεί σε δουλεία, σε τίποτα λιγότερο από σκλαβιά. Για να σου το εξηγήσω μ'έναν παραστατικό τρόπο, θα σου πώ ότι μόλις έκανες αυτό που έκαναν, ως φαίνεται, ορισμένες κυρίες του 19ου αιώνα τρομοκρατημένες με τα κιλά τους, οι οποίες, προκειμένου ν'αποκτήσουν τη σιλουέτα συλφίδας, κατάπιναν μια ταινία. Είχες ποτέ την ευκαιρία να γνωρίσεις κάποιον που φέρει στα σπλάχνα του αυτό το φοβερό παράσιτο; Εγώ ναι, και μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι αυτές οι κυρίες ήταν ηρωίδες, μάρτυρες της ομορφιάς. Στις αρχές της δεκαετίας του '60, στο Παρίσι, είχα έναν καταπληκτικό φίλο, τον Χοσέ Μαρία, έναν νεαρό Ισπανό, ζωγράφο και κινηματογραφιστή, που έπασχε από αυτή την ασθένεια. Μόλις η ταινία εγκατασταθεί στον οργανισμό, ταυτίζεται μαζί του, τρέφεται απ'αυτόν, μεγαλώνει και δυναμώνει εις βάρος του, ενώ είναι πολύ δύσκολο να εκδιωχθεί από αυτό το σώμα χάρη στο οποίο ευημερεί, και το οποίο έχει αποικήσει. Ο Χοσέ Μαρία αδυνάτιζε παρά το γεγονός ότι έπρεπε να τρώει και να πίνει υγρά (κυρίως γάλα) διαρκώς, για να κατευνάσει την ανησυχία του ζώου που είχε βρει καταφύγιο στα έντερά του, καθώς, εάν δεν το έκανε, η αδιαθεσία του γινόταν ανυπόφορη. Όμως ότι έτρωγε και έπινε δεν ήταν για δικό του κέφι και ευχαρίστηση, αλλά για την ταινία. Μια μέρα που μιλούσαμε σ'ένα μικρό μπιστρό του Μονπαρνάς με κατέπληξε με την ακόλουθη εξομολόγηση: "Κάνουμε τόσα πράγματα μαζί. Πηγαίνουμε σινεμά, πηγαίνουμε σε εκθέσεις, ψάχνουμε σε βιβλιοπωλεία και μιλάμε με τις ώρες για πολιτική, για βιβλία,για φιλμ, για κοινούς φίλους. Κι εσύ νομίζεις ότι εγώ τα κάνω όλα αυτά με τον ίδιο τρόπο που τα κάνεις εσύ. Αλλά κάνεις λάθος. Εγώ τα κάνω για κείνη, για την ταινία. Αυτή την εντύπωση έχω: ότι τώρα όλη μου την ζωή δεν την ζω για μένα αλλά γι'αυτό που έχω μέσα μου, του οποίου δεν είμαι πια παρά ένας υπηρέτης".
  Από τότε μου αρέσει να παρομοιάζω την κατάσταση του συγγραφέα μ'εκείνη του φίλου μου Χοσέ Μαρία όταν είχε μέσα του την ταινία. Η λογοτεχνική κλίση δεν είναι διασκέδαση, σπορ, ένα εκλεπτυσμένο παιχνίδι που παίζεται τον ελεύθερο χρόνο. Είναι μία πλήρης και αποκλειστική απασχόληση, μια απόλυτη προτεραιότητα, μια δουλεία που έχει επιλεγεί ελεύθερα και μετατρέπει τα θύματά της (τα ευτυχισμένα θύματά της) σε σκλάβους. Όπως με την ταινία του φίλου μου στο Παρίσι, η λογοτεχνία γίνεται μια μόνιμη δραστηριότητα, κάτι που καταλαμβάνει την ύπαρξη, που υπερβαίνει τις ώρες που αφιερώνει κανείς στο γράψιμο και διαποτίζει όλες τις άλλες ασχολίες, καθώς η λογοτεχνική κλίση τρέφεται από την ζωή του συγγραφέα όπως ακριβώς η επιμήκης ταινία από τα σώματα στα οποία εισβάλλει. Ο Φλομπέρ έλεγε: "Το γράψιμο είναι τρόπος ζωής". Με άλλα λόγια, όποιος έκανε δική του αυτή την όμορφη και απαιτητική κλίση δεν γράφει για να ζει, αλλά ζει για να γράφει."

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Ο φύλακας στη σίκαλη, J.D. Salinger


Τελειώναμε την Τρίτη γυμνασίου και ήταν όμορφη χρονιά. Ειδικά εκείνη η άνοιξη ήταν υπέροχη και εμείς ήδη μπαίναμε στο καλοκαίρι. Ήταν ωραία όταν τα απογεύματα μαζευόμασταν να παίξουμε βόλεϊ, ή όταν περπατάγαμε ατέλειωτες φορές την ίδια διαδρομή μιλώντας για όσα μιλιούνται ή όταν αντιγράφαμε cd γιατί δεν ήταν ακόμα δημοφιλές να κατεβάζεις τραγούδια από το youtube.
Την τελευταία Κυριακή, μας μάζεψε η φιλόλογος σπίτι της και μας μαγείρεψε. Μας έδειχνε τα βιβλία της και μας πρότεινε να διαβάσουμε το «Φύλακα στη σίκαλη». Μετά από πολλά χρόνια, εξακολουθώ να την θυμάμαι κάθε φορά που βλέπω το βιβλίο σε προσφορά στον Παπασωτηρίου ή στην Πρωτοπορία. Ίσως, παρόλα αυτά να μην το διάβαζα ποτέ. «Κλασσικό είναι ένα βιβλίο που όλοι μιλάνε για αυτό αλλά κανείς δεν το έχει διαβάσει». Το πρόβλημα είναι ότι το διάβασαν η Δ. και η Ν.. Και το χειρότερο, διαφώνησαν σχετικά με τη λογοτεχνική του αξία. Η γνώμη μου άρχισε τότε να αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Σχεδόν «αναγκάστηκα» να το διαβάσω.
Ξεχώρισα πιο πολύ τα σημεία εκείνα που μιλάγανε για τη μοναξιά μέσα στην πόλη. Τη μοναξιά που νιώθεις όταν είσαι με πολλούς ανθρώπους γύρω σου.

«Δεν του απάντησα. Το μόνο που έκανα, ήταν που σηκώθηκα και πήγα και κοίταξα από το παράθυρο. Ξαφνικά ένιωθα πολύ μονάχος μου. Σχεδόν παρακάλαγα να είχα πεθάνει.»

«Ήταν σκέτη θλίψη, ακόμα και έξω στο δρόμο. Δεν άκουγες πια ούτε αυτοκίνητα να περνάνε. Ένιωθα τόσο μονάχος και χάλια που μου ‘ρθε μια διάθεση να ξυπνήσω τον Άκλεϋ.»

«Αυτό που το έκανε ακόμα χειρότερο είναι που έξω είχε τέτοια ησυχία και ερημιά και ας ήτανε σαββατόβραδο. Στον δρόμο δεν έβλεπες σχεδόν ψυχή. Καμιά φόρα μόνο έβλεπες κανέναν άντρα με μια κοπέλα, που περνάγανε απέναντι αγκαλιασμένοι από τη μέση, ή καμιά αλητοπαρέα με τα κορίτσια τους, που γελάγανε σαν ύαινες χωρίς να υπάρχει τίποτα αστείο- στοίχημα πήγαινες. Η Νέα Υόρκη είναι σκέτη φρίκη άμα χαχανίζει κανείς  στο δρόμο πολύ αργά τη νύχτα. Τον ακούς μίλια μακριά. Και αυτό σε κάνει να νιώθεις πολύ μονάχος και λυπημένος.»

«Μετά γύρισα πάλι και έπεσα στο κρεβάτι. Έκανα κάμποσο να κοιμηθώ –δεν ήμουνα καθόλου κουρασμένος- αλλά στο τέλος κοιμήθηκα. Το μόνο που ήθελα στην πραγματικότητα ήταν να αυτοκτονήσω. Μου ‘ρχόταν να σαλτάρω από το παράθυρο. Κι εδώ που τα λέμε μπορεί και να το ‘κανα, αρκεί να ήμουνα σίγουρος ότι θα βρισκόταν κάποιος να με σκεπάσει μόλις θα ‘σκαγα κάτω. Δεν ήθελα να μαζευτούν τίποτα περίεργοι και να με χαζεύουν που θα ΄χα γίνει λιώμα.»

«Τίποτα δεν θα είχε αλλάξει. Ο μόνος αλλιώτικος θα ήσουνα εσύ. Όχι πως θα είχες μεγαλώσει πολύ ή κάτι τέτοιο. Δεν θα ΄ταν  αυτό ακριβώς. Μόνο που να, θα ήσουνα αλλιώτικος, αυτό είναι όλο. Ας πούμε, αυτή τη φορά θα φόραγες πανωφόρι. Ή εκείνο το παιδί που ήταν ταιράκι σου στη γραμμή την περασμένη φορά, θα είχε τώρα οστρακιά και θα ήσουν με καινούριο ταιράκι. Ή πάλι θα συνόδευε την τάξη κάποιος άλλος αντί για τη μις Έιγκλετίνγκερ. Ή θα είχες ακούσει τη μάνα σου και τον πατέρα σου να αρπάζονται άγρια στο μπάνιο πρωινιάτικα. Ή στο δρόμο θα είχες προσπεράσει κάτι λακκούβες με νερό και βενζινολαδιές, που κάνανε ουράνια τόξα. Θέλω να πω, θα ήσουν αλλιώτικος με κάποιο τρόπο- καλύτερα δεν γίνεται να το εξηγήσω. Μα κι αν ακόμα το μπορούσα, και πάλι δε νομίζω πως θα είχα διάθεση.»