«Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό, θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής, να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα…»


Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Οι μεταμορφώσεις μιας αιματορουφήχτρας



 Η Μαρία Καλογήρου γράφει για τον Baudelaire


Les métamorphoses  du vampire

La femme cependant, de sa bouche de fraise
En se tordant ainsi qu’ un serpent sur la braise,
Et petrissant ses seins sur le fer de son busc,
Laissant couler ces mots tout imprégnés de musc:
-“Moi, j’ ai la lèvre humide, et je sais la science
De perdre au fond d’ un lit l’ antique conscience.
Je sèche tous les preurs sur mes seins triomphants,
Et fais rire les vieux du rire des enfants.
Je remplace, pour qui me voit nue et sans voiles,
La lune, le soleil, le ciel et les étoiles!
Je suis, mon cher savant, si docte ayx voluptés,
Lorsque j’ etouffe un home en mes bras redoutés,
Ou lorsque j’ abandonne aux morsures mon buste,
Timide et libertine, et fragile et robust,
Que sur ces matelas qui se pâment d’ émoi,
Les anges impuissants se damneraient pour moi!”

Quand elle eut de mes os sucé toute la moelle,
Et que languissamme je me tournai vers elle
Pour lui render un baiser d’ amour, je ne vis plus
Qu’ une outré aux flancs gluants, toute pleine de pus!
Je fermai les deux jeux, dans ma froide épouvante,
Et quand je les rouvris à la claret vivante,
À mes côtés, au lieu du mannequin puissant
Qui semblait avoir fait provision de sang,
Tremblaient confusément des debris de squelette,
Qui d’ eux mêmes rendaient le cri  d’ une girouette
Ou d’ une enseigne au bout d’ une tringle de fer,
Que balance le vent pendant les nuits d’ hiver.


Οι μεταμορφώσεις μιας αιματορουφήχτρας

Τότε η γυναίκα με τα’ αβρά χείλη, τα φραουλένια,
σαν φίδι απά’ σε κάρβουνα αναφτά στιφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
« Έχω τα χείλη εγώ υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησες παλιές μες στο βαθύ κρεβάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.
Κι έχω γι’ αυτό που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη
να γίνουμε ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω
ή σαν μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία,
που ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
πάνω σ’ αυτά τα στρώματα, τα ποθοπλανταγμένα,
θα ’κανα να κολάζονται κι οι Άγγελοι για μένα!»

Και το μεδούλι ως βύξανεν όλο απ΄’ τα κόκαλά μου,
και λαγγεμένος έστρεψα σ’ εκείνη τη ματιά μου,
έσκυψα του έρωτα φιλί για να της δώσω, όταν
είδα ένα ον σιχαμερό, όλο πύο, που αναδευόταν!
Έκλεισα τα δυο μάτια μου από τη σιχασιά μου,
μα όταν τα ξανάνοιξα μέσα στο φως, σιμά μου
αντί για κείνο το τρανό νευρόσπαστο που σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν,
κάτι ρημάδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγκά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,
ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κοιτούν οι αγέρηδες τις νύχτες του χειμώνα. 


Ο Μπωντλαίρ ανοίγει τα μάτια σ’ αυτόν τον κόσμο που ερχόμαστε χωρίς να το θέλουμε και παρατηρεί. Βλέποντας το κακό να βασιλεύει και τους  ανθρώπους να ξεγελιούνται αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο της πόλης του που οδηγεί στο κακό. Συχνάζει σε καπηλεία, ξεχνιέται με το κρασί, δοκιμάζει το όπιο και αναζητά συντροφιά στον έρωτα μιας πόρνης .
Αγαπά, μα προδίδεται. Θέλει να προστατευτεί από τα μάταια συναισθήματα, μα είναι αφοπλιστικά γλυκιά η λαχτάρα του έρωτα,  η προστασία του αλκοόλ, η σαρκική ηδονή. Μέσα στο κακό κρύβεται μια παράξενη και γοητευτική ομορφιά κι αυτή την ομορφιά, ένοχος, επιλέγει να υμνήσει. Γι’ αυτήν προσπαθεί να προειδοποιήσει τους ανθρώπους γύρω του, που χαμένοι στις σκέψεις του ο καθένας και η καθεμία βαδίζουν πλάι πλάι, μαζί αλλά χώρια, αναζητώντας την ευτυχία. Αγαπιούνται, αλλά πολεμούν μεταξύ τους, διψούν για ζωή, μα αφήνουν το θάνατο να κυριεύει τη δική τους.
Κι όσοι ταξιδεύουν, για να βρουν το αλλοτινό και αληθινό, «παντού το πληκτικό της αμαρτίας θέαμα και το παντοτινό» βλέπουν:
«μια σκλάβα τη γυναίκα να ’ναι, ανόητη, ξεπαρμένη,
που αγέλαστα λατρεύεται, σιχαμερά αγαπιέται·
τον άντρα, τύραννο, άπληστο, λάγνο, σκληρό να γένει,
σκλάβος της σκλάβας, σε οχετό σαν βούρκος να κυλιέται·
το δήμιο να χαίρεται, το θύμα να ολολύζει·
τα γλέντια που ραντίζει τα το αίμα και τα μυρώνει·
τον Άρχοντα της Εξουσίας η πίκρα να ερεθίζει,
βούρδουλα να ποθεί ο λαός, που τον αποκτηνώνει»
Συνειδητοποιεί τότε τοαΑνθρώπινο της προέλευσης των δεινών του κόσμου τούτου. Μόνοι τους οι άνθρωποι κάνουν τη ζωή τους άσχημη και τον εαυτό σιχαμένο, βαφτίζοντας «κακό» ό, τι κακό δεν είναι. Και λυτρωμένος πια από τύψεις φωνάζει «Και ποιος μπροστά στον έρωτα για Κόλαση μιλάει;»

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Έντεχνος κινηματογράφος....

"Σε τι χρειάζεται ένα σπίτι αν δεν έχεις έναν υποφερτό πλανήτη να το βάλεις επάνω;"
- Χένρι Ντέβιντ Θορώ

Η Νεφέλη

Μέρα τη μέρα ζω - πού ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ'άλλο μου τα ισιώνει.

Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να 'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα "εθνικά ιδεώδη".

Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μια πολεμική ιδιότης

Δεν πά' να ξενυχτάς - να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους

Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διαννοούμενο
και μόνο εγώ που σ'αγαπώ: στα όνειρά μου έναν κρατούμενο.

Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν' "κονός διαιρέτης"
εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ ο Νεφεληγερέτης.

(απόσπασμα από την "Μαρία Νεφέλη" του Οδυσσέα Ελύτη)

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Γυμνό σώμα - Γιάννης Ρίτσος

Διαλέγω από τη συλλογή "Τα ερωτικά" του Ρίτσου, το Γυμνό Σώμα. Χάμενη στο απέραντο της καθημερινής ζωής, καθώς περνάνε οι μέρες, νιώθω τους στίχους να ακούγονται μέσα μου. Κάποιες φορές με μουσική, άλλοτε χωρίς. Και πάντα ο χρόνος είναι ο ίδιος "ένας αιώνας και εννιά δευτερόλεπτα".
                                                                             (Εικονογράφηση του Felicien Rops 
                                                                                                        για τα Άνθη του Κακού)


Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ.
Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.
Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.
Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω.
Ἕνα ἄστρο
ἔκαψε τὸ σπίτι μου.
Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν
στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω.
Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.
Ὅπου βρίσκεσαι
ὑπάρχω.
Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.
Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;
Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο
παρόν.
Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.
Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.
Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;
Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.
Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου.
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.
Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις;
Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος
εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα.

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Απόσπασμα από το βιβλίο "η βαρκάρισα της χίμαιρας"


«Άσχετο, αλλά:
Ποτέ μου δεν αγάπησα τους θριαμβευτές. Τους τροπαιούχους.Πάντα με φοβίζει το ποδοβολητό των καβαλάρηδων.Αγάπησα τους μοναχικούς. Τους ορειβάτες. Τους κουρασμένους παλιάτσους.Αγάπησα αυτούς που έχουν ένα στυφό χαμόγελο και ψάχνουν ένα ανθισμένο κλαδί, για να ενωθούν ξανά με τη ζωή.Αυτούς που όταν γλιστρήσουν στη λακκούβα με τα λασπόνερα, γελάνε με το χάλι των ποδιών τους.Καθόλου δε λυπάμαι που με πέταξε έξω από τη δεξίωση ο πορτιέρης, γιατί δε φορούσα το κατάλληλο ένδυμα.Λυπάμαι μόνο που σπατάλησα πολύτιμο χρόνο, ψάχνοντας τις λάθος διευθύνσεις, που μου είχαν χώσει στην τσέπη διάφοροι επιτήδειοι.Λυπάμαι μόνο που δεν μπορώ πια να φοράω κατάσαρκα το βλέμμα των ανθρώπων.»

(της Αλκυόνης Παπαδάκη)

Τετάρτη 24 Απριλίου 2013

Απόσπασμα από το βιβλίο "ο Μικρός Πρίγκιπας"

Antoine De Saint-Exupery

Μου είπε:
"Αυτή τη νύχτα είναι ένας χρόνος. Το αστέρι μου θα βρίσκεται ακριβώς στον τόπο απ' όπου αποβιβάστηκα πέρσυ..."

"Ανθρωπάκι μου, δεν είναι ένα κακό όνειρο αυτή η ιστορία με το φίδι και την συμφωνία και τ' αστέρι..."

Αλλά δεν απάντησε στην ερώτησή μου. Είπε: 
"Ότι είναι σπουδαίο δεν το βλέπει κανείς..."

"Σωστά..."

"Είναι όπως με το νερό. Αυτό που μου έδωσες να πιω ήταν σαν μουσική, η τροχαλία, το σκοινί....θυμάσαι;...ήταν ωραία."

"Σωστά..."

"Θα κοιτάς τη νύχτα τ' αστέρια. Το δικό μου σπιτάκι είναι πολύ μικρό για να μπορέσω να στο δείξω πού τριγυρνά. Είναι καλύτερα έτσι. Το αστέρι μου για σένα θα είναι ένα από τ'αστέρια. Έτσι θα κοιτάς με ευχαρίστηση όλα τ'αστέρια... Όλα θα είναι φίλοι σου. Και τώρα θα σου χαρίσω ένα δώρο..." Και γέλασε.

"Αχ ανθρωπάκι μου, μικρό ανθρωπάκι! Με πόση ευχαρίστηση ακούω αυτό το γέλιο!"

"Ακριβώς αυτό θα είναι το δώρο μου. Θα είναι όπως με το νερό..."

"Τι θέλεις να πεις;"

"Οι άνθρωποι έχουν αστέρια, μα δεν είναι τα ίδια. 
Για μερικούς που ταξιδεύουν, τ'αστέρια είναι οδηγοί.
Για άλλους δεν είναι παρά μικρά φώτα. Για άλλους πάλι, τους σοφούς, είναι προβλήματα. Για τον έμπορά μου, ήταν χρυσός. Μα όλα αυτά τα αστέρια σιωπούν.
Εσύ, θα έχεις αστέρια, όπως δεν τα έχει κανείς..."

"Τι θέλεις να πεις;"

Όταν τη νύχτα θα κοιτάς τον ουρανό, θα είναι σαν να σου γελούν όλα τα αστέρια, γιατί εγώ θα κατοικώ σε ένα από αυτά, γιατί εγώ θα γελώ σε ένα από αυτά. Εσύ μόνο θα έχεις αστέρια που θα μπορούν να γελούν!" 
Και ξαναγέλασε.

- Αντουάν Ντε Σαίντ Εξυπερύ 
(εκδόσεις Φιλολογική)

Απόσπασμα από το βιβλίο "η βαρκάρισα της χίμαιρας"

«Αυτός ο κόσμος ο κερατάς- μου ‘λεγε μια φορά η φίλη μου η Βιργινία – λες κι είναι καμωμένος μόνο γι’ αυτούς που ξέρουν να καταπατούν. Γι’ αυτούς που στήνουν ταμπέλες. Που κάνουν περιφράξεις και βάζουν μέσα άγρια σκυλιά για φύλακες. Αυτός ο κόσμος ο κερατάς λες κι είναι καμωμένος, μόνο για μπρατσωμένες ψυχές.»

- Αλκυόνη Παπαδάκη

Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Τὰ δεκατέσσερα παιδιά




«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...» μελωδοῦσε γιομίζονταςτὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπακαθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, ἀναπαύοντανπάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ ἔβλεπεςπὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένακαὶ στεκόντουσαν γύρω σου. Τὰ μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!...» 
Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψειςτὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζενἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶςμπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
ῥοδῶνες καὶ κλήματα...»
 Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσεςμποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέριακι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξημὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.
Ἀλλὰ ξύπναγες τὸ πρωῒ κι ἄκουγες ποὺ ἔβρεχε.Σὲ δίπλωνε σὰ μιὰ λύπη τ᾿ ἀδιάβροχό σουκι ὁ δρόμος γιὰ τὸ σχολειὸ γινόταν πιὸ δύσκολος.Βάδιζες κ᾿ εἶχες σκυμμένο τὸ πρόσωποσὰ νἆταν κάποιος ἀπάνω σου καὶ νὰ σ᾿ ἔκρινεγιὰ τ᾿ ἄδεια σου χέρια. Σὰ νἄφταιγες μάλιστα,
σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ σὲ μπάτσιζε τὸ χιονόνερο.
Ἔμπαινες στὸ σχολειὸ κ᾿ ὅπως τ᾿ ἀντίκριζεςμοιραζόταν σὲ δεκατέσσερα χαμόγελα τὸ πρόσωπό σου.Θυμόσουν πὼς ἡ ἀγκάλη σου ἦταν μισὴκι ἀνεβαίνοντας πάνω στὴν ἕδρα σουἄνοιγες τὴ λύπη σου καὶ τὰ σκέπαζες
ὅπως ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὴ γῆ.
Ὥρα 8 καὶ 20´ ἀκριβῶς.Τὸ μάθημα ἀρχίζει κανονικά.Ἐσὺ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἕδρα κι ἀπ᾿ ἀντίκρυ σου ὁ Χριστός,ἁπαλὸς καὶ γλυκὺς μὲς στὸ κάδρο του,δίνετε τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τουςνὰ τοὺς κάμετε μιὰ στέγη ἀπὸ ζεστασιὰγιατὶ σᾶς ἤρθανε καὶ σήμερα μουσκεμένακ᾿ ἡ λύπη περπατάει μὲς στὰ μάτια τους
ὅπως ὁ σπουργίτης πάνω στὸ φράχτη.
Τὸ καλαμπόκι δὲν ψώμωσε τὸ περσινὸ καλοκαίρικι ἀκοῦς τὸ ψωμάκι ποὺ κλαίει μὲς στὶς μπόλιες τους.Ὥρα 10 καὶ 20´. Τὸ μάθημα συνεχίζεται.Οἱ σπουργίτες σου χτυποῦν τὰ φτερά τους.Τὸ μολύβι πεθαίνει ἀνάμεσα στὰ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.Ἡ καρδιά σου εἶναι τώρα μιὰ στάμνα σπασμένη.Τὰ λόγια σου βγαίνουν ἀργὰ σὰ μιὰ βρύση ποὺ στέρεψε:«Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος...».Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Τὰ μέτρησες δέκα φορές.Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Μετρᾶς τὸ ἕνα χέρι σου-τ᾿ ἄλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σὲ συννεφιά-τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Σηκώνεις τὸ πρόσωπο,κοιτάζεις τὴ στέγη, κάνεις πὼς σκέφτεσαισκύβεις πάλι στὴν ἕδρα, ξεφυλλίζεις τὸν Αἴσωπο,κατεβαίνεις καὶ γράφεις στὸ μαυροπίνακα,κοιτάζεις τὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο,γυρίζεις τὸ κεφάλι σου ἀλλοῦ,δὲ μπορεῖς ἄλλο παρὰ νὰ κλάψεις.Παίρνεις τὸ μαθητολόγιο στὰ χέρια σου,κάτι ψάχνεις νὰ βρεῖς, τὸ σηκώνεις διαβάζοντας
καὶ σκεπάζεις τὸ πρόσωπό σου.
Τὰ σύννεφα ἔχουν μπεῖ μὲς στὴν τάξη.Ἀντίκρυ σου κι ὁ Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ ἀμηχανία.Θαρρεῖς καὶ σηκώνει στ᾿ ἀλήθεια τὰ χέρια τουἑνωμένα στὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπὸ πάνω του.Νιώθει στενόχωρα ὅπως τὰ μεσάνυχτα στὴ Γεθσημανῆκαὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ χτυπήσω τὸν ὦμοκαὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ: Δός του θάρρος,βοήθησέ τον νὰ βγεῖ ἀπ᾿ τὴ δύσκολη θέση,κατέβαινε, διάσχισε τὴν αἴθουσα γρήγορα,μὴν τὸν ἀφήνεις ἐκτεθειμένο στὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν,δός του ἕνα βιβλίο νὰ κάνει πὼς συλλαβίζει,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κρύψει τὰ μάτια του.

- Νικηφόρος Βρεττάκος

Πέμπτη 4 Απριλίου 2013




«Η Ελλάδα είναι σαν ένας καθρέφτης. Σε κάνει να υποφέρεις. Μετά μαθαίνεις.»  

«Να ζεις μόνος σου;» 

« Να ζεις. Με αυτό που είσαι». 

(απόσπασμα από το βιβλίο "Ο Μάγος" του Τζων Φώουλς)

Τετάρτη 3 Απριλίου 2013

Ποιητές


(Στὸν Κώστα Καρυωτάκη)

Ὤ, δὲ χωρεῖ καμία ἀμφισβήτηση, ποιητὲς
εἴμαστ᾿ ἐμεῖς μὲ κυματίζουσα τὴν κόμη
-- ἔμβλημ᾿ ἀρχαῖο καλλιτεχνῶν -- καὶ χτυπητὲς
μάθαμε φράσεις ν᾿ ἀραδιάζουμε κι ἀκόμη

μιὰ εὐαισθησία μας συνοδεύει ὑστερική,
ποῦ μας πικραίνει ἕνα χλωμό, σβησμένο φύλλο,
μακριὰ ἕνα σύννεφο μαβί. Χιμαιρικὴ
τὴ ζωή μας λέμε καὶ δὲν ἔχουμ᾿ ἕνα φίλο.

Μένουμε πάντα σιωπηλοὶ καὶ μοναχοί,
ὅμως περήφανα στὰ βάθη μας κρατοῦμε
τὸ μυστικό μας θησαυρό, κι ὅταν ἠχεῖ
ἡ βραδινὴ καμπάνα ἀνήσυχα σκιρτοῦμε.

Θεωροῦμε ἀνίδεους, ἀνάξιους κι εὐτελεῖς
γύρω μας ὅλους, κι ἀπαξιοῦμε μιὰ ματιά μας
σ᾿ αὐτοὺς νὰ ρίξουμε, κι ἡ νέα ξανὰ σελὶς
τὸ θρῆνο δέχεται τοῦ ἀνούσιου ἔρωτά μας.

Ἀναμασᾶμε κάθε μέρα τὰ παλιὰ
χιλιοειπωμένα αἰσθήματά μας· ἐξηγοῦμε
τὸ τάλαντό μας: «κελαηδοῦμε σὰν πουλιά»·
τὴν ἀσχολία μας τόσ᾿ ὡραῖα δικαιολογοῦμε.

Γιὰ μᾶς ὁ κόσμος ὅλος μόνο εἴμαστ᾿ ἐμεῖς,
καὶ τυλιγόμαστε, μανδύα μας, ἕνα τοῖχο.
Μ᾿ ἔπαρση ἐκφράζουμε τὰ πάθη τῆς στιγμῆς
σ᾿ ἕναν -- μὲ δίχως χασμωδίες -- μουσικὸ στίχο.

Γύρω μας κι ἄλλοι κι ἂν πονοῦν κι ἂν δυστυχοῦν,
κι ἂν τοὺς λυγίζει, ἂν τοὺς φλογίζει ἡ ἀδικία -
ὤ, τέτοια θέματα πεζὰ ν᾿ ἀνησυχοῦν
τοὺς ἀστρικούς μας στοχασμούς, εἶναι βλακεία.



- Γιάννης Ρίτσος

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2013

Επίλογος- Μανόλης Αναγνωστάκης

Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς
προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν
μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.
«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»

Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.

Για την Α. και για όλους τους φίλους που λείπουν.
Για τον Γ. που πρέπει να αφήσει την Πολυδούρη και να επιστρέψει στον Τίτο Πατρίκιο.
Για την Μ. που θα της άρεσαν δυο θαμποί προβολείς μες την ομίχλη.
Για τον  Α. που κινητοποιεί μάζες και ανατρέπει καθεστώτα.
Για τον Δ. που κάθε μέρα με κρίνει και κρίνεται.

Καληνύχτα.


Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Οδυσσέας (Ulysses)


Ανάξιο είναι στην ήρεμη γωνιά μου,
σαν οκνός βασιλιάς στ' άγονα βράχια,
στο πλάι γριάς συμβίας, να μοιράζω
άνισους νόμους σε τραχιούς ανθρώπους
που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται
και δε με νιώθουν. 

Δεν μπορώ να πάψω
να ξεκινάω για νέα ταξίδια πάντα.
Θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Έχω χαρεί πολύ, πολλά υποφέρει
μονάχος μου ή μ' αυτούς που μ΄αγαπούσαν,
έξω σ' ακρογιαλιές ή όταν μπουρίνια
ξεσπούσανε κι οι Δωδωναίες οι Νύμφες
τη σκοτεινή τη θάλασσα ταράζαν.

Στης φήμης τα φτερά ζει τ' όνομά μου,
κ' η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
πάντα διψάει, κι ας γνώρισα κι ας είδα
σ' άλλες χώρες πως ζουν πως κυβερνούνε.
Κι εγώ μικρός δεν είμαι, αφού με αγάπη
με τίμησαν παντού κι έχω γνωρίσει
την ηδονή της μάχης πολεμώντας
στης Τροίας της ανεμόδαρτης τους κάμπους
τους βουερούς μαζί με τους συντρόφους.
Απ' όσα γνώρισα ειμ' εγώ ένα μέρος
μα ό,τι είδα κι ό,τι ξέρω λες και μοιάζει
με θόλο αψιδωτό που ανάμεσό του
φαντάζει κόσμος άγνωστος και πάντα
τα σύνορά του, όσο σιμώνω, σβήνουν.
Δεν αξίζει κανείς να σταματάει,
να μη λάμπει σε δράση να σκουριάζει
γιατί δε φτάνει μόνο ν' ανασαίνεις.
Τα χρόνια της ζωής μας είναι λίγα,
και τώρα ζωή λίγη μου απομένει
μα και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
απ' την παντοτινή σιωπή ν' αδράξεις,
πολλά πράματα νέα θα δεις, θα μάθεις.
Θα 'μουν δειλός αν ήθελα, για λίγο
καιρό ακόμα που θα χαρώ τον ήλιο,
στον κόσμο εδώ να ζω με φρονιμάδα,
αφού κεντρίζει την ψυχή μου ο πόθος
να κυνηγώ τη Γνώση πέρα από τα όρια
της ανθρώπινης σκέψης, σαν αστέρι.

Στο γιό μου τώρα τον αγαπημένο
Τηλέμαχο, που ξέρει τη δουλειά του,
το νησί και το σκήπτρο μου χαρίζω.
Έναν τραχύ με φρόνηση θα πραϋνει
λαό, με γλυκό τρόπο θα του δείχνει
εκείνο που ωφελεί και που συμφέρει.
Είναι άψογος, πιστός στο κοινό χρέος,
και στα σπλάχνα θερμήν αγάπη κρύβει,
λατρεύει τους θεούς μας τους εφέστιους.
Εγώ σα φύγω μένει αυτός. Κι οι δυό μας
κάνουμε το έργο που ο καθείς μας θέλει.

Εκεί είναι το λιμάνι. Το καράβι
με πανιά σηκωμένα περιμένει,
το πέλαο το πλατύ πέρα μαυρίζει.
Ναύτες που αγωνιστήκατε μαζί μου
μ' αντρεία ψυχή στις έγνοιες και στο μόχτο,
που με καρδιά καλή και αταραξία
δεχτήκατε με χαμογέλο πάντα
το λαμπερό ουρανό ή τους κεραυνούς του,
είμαστε γέροι, αλλά τα συνοδεύουν
πάντα τα γηρατειά, η τιμή, το χρέος.
Όλα τα σβήνει ο θάνατος. Μα τώρα,
πριν έρθει, εμείς να κάνουμε μπορούμε
έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων
που ακόμα και στους θεούς αντισταθήκαν.
Στους βράχους έξω ανάψανε τα φώτα,
τέλειωσε η μέρα, το φεγγάρι βγαίνει,
μυριόφωνο ολοτρόγυρα μουγκρίζει
το πέλαγος. Ελάτε, ναύτες, τώρα,
δεν είναι αργά για όσους ζητούν καινούριους
κόσμους. Μπρος, φίλοι, σπρώξτε το καράβι
στ' ανοιχτά και καθίστε στην αράδα,
τη θάλασσα αυλακώνετε, χτυπάτε
τα κουπιά ρυθμικά στο βουερό το κύμα´
τι τώρα θέλω πριν με πάρει ο χάρος,
μακριά πολύ να πάω να πελαγίσω
πέρα απ' τη δύση που βυθίζουν τ' άστρα.
Κι αν τα ρέματα δε μας ξεστρατίσουν,
στα νησιά των Μακάρων ίσως βρούμε
το λεοντόκαρδο σύντροφο Αχιλλέα.
Αρκετά κατορθώσαμε, μα πάντα
πολλά μένουν ακόμα για να γίνουν.
Κι αν δυνατοί δεν είμαστε όπως πρώτα
στα παλιά χρόνια, που είχαμε στο χέρι
γη κι ουρανό, είμαστε κατι ακόμα,
γιατί οι καρδιές μας είναι εξίσου αντρείες.
Κι αν ο καιρός κ' η Μοίρα τις κουράσαν,
όμως τη θέλησή τους δεν στομώνουν
για αγώνες νέους, για νέες αναζητήσεις,
και δύναμη καμιά δεν τις δαμάζει.


Άλφρεντ Τέννυσον

(μετάφραση Δ. Σταύρου)














Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Ένας γέροντας στην ακροποταμιά

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.
Να ασθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαι
μήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα,
όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τείχια.

Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε, 
όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μας
και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό
μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο,
το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι
αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώς 
το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρική
και ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα
που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά πού δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι,
κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο,
ο ίδιος προσανατολισμός.

Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.
Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά-σιγά βουλιάζει
και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό της
κι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμε
γι'αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμι
αυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτα
και ζωντανά που βόσκουν κι ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουν
και σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών.
Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπων
κι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια πέρα
χωρίς το φόβο μες στην καρδιά στους,
χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράγματα ή έστω και για τα μεγάλα
όταν κοιτάζουν ίσια-πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν'αναμετρά το δρόμο του με τ'άστρα,
όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι  στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι,
πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν'αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει
αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας,
στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι
ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει,
πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μεσα στην άμμο
αφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.


Κάιρο, 20 Ιουνίου '42