«Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό, θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής, να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα…»


Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Οι μεταμορφώσεις μιας αιματορουφήχτρας



 Η Μαρία Καλογήρου γράφει για τον Baudelaire


Les métamorphoses  du vampire

La femme cependant, de sa bouche de fraise
En se tordant ainsi qu’ un serpent sur la braise,
Et petrissant ses seins sur le fer de son busc,
Laissant couler ces mots tout imprégnés de musc:
-“Moi, j’ ai la lèvre humide, et je sais la science
De perdre au fond d’ un lit l’ antique conscience.
Je sèche tous les preurs sur mes seins triomphants,
Et fais rire les vieux du rire des enfants.
Je remplace, pour qui me voit nue et sans voiles,
La lune, le soleil, le ciel et les étoiles!
Je suis, mon cher savant, si docte ayx voluptés,
Lorsque j’ etouffe un home en mes bras redoutés,
Ou lorsque j’ abandonne aux morsures mon buste,
Timide et libertine, et fragile et robust,
Que sur ces matelas qui se pâment d’ émoi,
Les anges impuissants se damneraient pour moi!”

Quand elle eut de mes os sucé toute la moelle,
Et que languissamme je me tournai vers elle
Pour lui render un baiser d’ amour, je ne vis plus
Qu’ une outré aux flancs gluants, toute pleine de pus!
Je fermai les deux jeux, dans ma froide épouvante,
Et quand je les rouvris à la claret vivante,
À mes côtés, au lieu du mannequin puissant
Qui semblait avoir fait provision de sang,
Tremblaient confusément des debris de squelette,
Qui d’ eux mêmes rendaient le cri  d’ une girouette
Ou d’ une enseigne au bout d’ une tringle de fer,
Que balance le vent pendant les nuits d’ hiver.


Οι μεταμορφώσεις μιας αιματορουφήχτρας

Τότε η γυναίκα με τα’ αβρά χείλη, τα φραουλένια,
σαν φίδι απά’ σε κάρβουνα αναφτά στιφογυρνώντας,
και μέσα στο στηθόδεσμο τα στήθια της ζουλώντας,
άφηνε τέτοια να κυλούν λόγια μοσχομελένια:
« Έχω τα χείλη εγώ υγρά, και ξέρω τρόπους, κάτι
που σβήνει θύμησες παλιές μες στο βαθύ κρεβάτι.
Στεγνώνω όλα τα δάκρυα στα ορθά μου στήθια πάνω
και να γελούνε σαν παιδιά τους γέρους εγώ κάνω.
Κι έχω γι’ αυτό που θα με δει ολόγυμνη, τη χάρη
να γίνουμε ήλιος κι ουρανός κι αστέρια και φεγγάρι!
Και τόση, αγαπητέ σοφέ, γλύκα και τέχνη βάζω,
άντρα στα βελουδένια μου μπράτσα σαν αγκαλιάζω
ή σαν μου δίνουν δαγκωνιές στα στήθη μου τα ωραία,
που ντροπαλή κι αδιάντροπη, αδύναμη ή γενναία,
πάνω σ’ αυτά τα στρώματα, τα ποθοπλανταγμένα,
θα ’κανα να κολάζονται κι οι Άγγελοι για μένα!»

Και το μεδούλι ως βύξανεν όλο απ΄’ τα κόκαλά μου,
και λαγγεμένος έστρεψα σ’ εκείνη τη ματιά μου,
έσκυψα του έρωτα φιλί για να της δώσω, όταν
είδα ένα ον σιχαμερό, όλο πύο, που αναδευόταν!
Έκλεισα τα δυο μάτια μου από τη σιχασιά μου,
μα όταν τα ξανάνοιξα μέσα στο φως, σιμά μου
αντί για κείνο το τρανό νευρόσπαστο που σειόταν
και λες πως αίμα μέσα του πολύ προμηθευόταν,
κάτι ρημάδια σκελετού τρέμανε τιποτένια,
που τρίζανε στριγκά καθώς ανεμοδούρα, μόνα,
ή σαν ταμπέλα κρεμαστή σε βέργα σιδερένια
που την κοιτούν οι αγέρηδες τις νύχτες του χειμώνα. 


Ο Μπωντλαίρ ανοίγει τα μάτια σ’ αυτόν τον κόσμο που ερχόμαστε χωρίς να το θέλουμε και παρατηρεί. Βλέποντας το κακό να βασιλεύει και τους  ανθρώπους να ξεγελιούνται αποφασίζει να ακολουθήσει το δρόμο της πόλης του που οδηγεί στο κακό. Συχνάζει σε καπηλεία, ξεχνιέται με το κρασί, δοκιμάζει το όπιο και αναζητά συντροφιά στον έρωτα μιας πόρνης .
Αγαπά, μα προδίδεται. Θέλει να προστατευτεί από τα μάταια συναισθήματα, μα είναι αφοπλιστικά γλυκιά η λαχτάρα του έρωτα,  η προστασία του αλκοόλ, η σαρκική ηδονή. Μέσα στο κακό κρύβεται μια παράξενη και γοητευτική ομορφιά κι αυτή την ομορφιά, ένοχος, επιλέγει να υμνήσει. Γι’ αυτήν προσπαθεί να προειδοποιήσει τους ανθρώπους γύρω του, που χαμένοι στις σκέψεις του ο καθένας και η καθεμία βαδίζουν πλάι πλάι, μαζί αλλά χώρια, αναζητώντας την ευτυχία. Αγαπιούνται, αλλά πολεμούν μεταξύ τους, διψούν για ζωή, μα αφήνουν το θάνατο να κυριεύει τη δική τους.
Κι όσοι ταξιδεύουν, για να βρουν το αλλοτινό και αληθινό, «παντού το πληκτικό της αμαρτίας θέαμα και το παντοτινό» βλέπουν:
«μια σκλάβα τη γυναίκα να ’ναι, ανόητη, ξεπαρμένη,
που αγέλαστα λατρεύεται, σιχαμερά αγαπιέται·
τον άντρα, τύραννο, άπληστο, λάγνο, σκληρό να γένει,
σκλάβος της σκλάβας, σε οχετό σαν βούρκος να κυλιέται·
το δήμιο να χαίρεται, το θύμα να ολολύζει·
τα γλέντια που ραντίζει τα το αίμα και τα μυρώνει·
τον Άρχοντα της Εξουσίας η πίκρα να ερεθίζει,
βούρδουλα να ποθεί ο λαός, που τον αποκτηνώνει»
Συνειδητοποιεί τότε τοαΑνθρώπινο της προέλευσης των δεινών του κόσμου τούτου. Μόνοι τους οι άνθρωποι κάνουν τη ζωή τους άσχημη και τον εαυτό σιχαμένο, βαφτίζοντας «κακό» ό, τι κακό δεν είναι. Και λυτρωμένος πια από τύψεις φωνάζει «Και ποιος μπροστά στον έρωτα για Κόλαση μιλάει;»

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Έντεχνος κινηματογράφος....

"Σε τι χρειάζεται ένα σπίτι αν δεν έχεις έναν υποφερτό πλανήτη να το βάλεις επάνω;"
- Χένρι Ντέβιντ Θορώ

Η Νεφέλη

Μέρα τη μέρα ζω - πού ξέρεις αύριο τι ξημερώνει.
Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ'άλλο μου τα ισιώνει.

Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη
και να 'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα "εθνικά ιδεώδη".

Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης
η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μια πολεμική ιδιότης

Δεν πά' να ξενυχτάς - να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους
ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους

Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διαννοούμενο
και μόνο εγώ που σ'αγαπώ: στα όνειρά μου έναν κρατούμενο.

Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν' "κονός διαιρέτης"
εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ ο Νεφεληγερέτης.

(απόσπασμα από την "Μαρία Νεφέλη" του Οδυσσέα Ελύτη)