«Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό, θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής, να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα…»


Σάββατο 16 Μαΐου 2015

Artie Shaw And His Orchestra - The Man I Love



Σχετικά με το σαββατόβραδο εκείνο, που ο χορός της Στίνα μπορούσε να κάνει τον ίδιο τον Γκέρσουιν να σηκωθεί από τον τάφο του. Χρόνια μετά, η ανάμνηση αυτής της νύχτας εξακολουθεί να νοηματοδοτεί τη ζωή. 
Ακολουθεί μουσική.

Επί ένα χρόνο και παραπάνω πέρναγαν όλα τα σαββατοκύριακο ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, στην κάμαρά του, τρέφονταν ο ένας από τον άλλον σαν φυλακισμένοι στην απομόνωση που καταβροχθίζουν με μανία την καθημερινή μερίδα τους σε ψωμί και νερό. Τον αιφνιδίασε- και αιφνιδιάστηκε και η ίδια- με το χορό που χόρεψε ένα σαββατόβραδο όρθια στα πόδια του πτυσσόμενου καναπέ του φορώντας μόνο το κομπινεζόν της και τίποτ’ άλλο. Είχε αρχίσει να γδύνεται, το ραδιόφωνο έπαιζε- Σίμφονι Σιντ- και αυτό που τη συνεπήρε αρχικά και την έβαλε στο κλίμα ήταν ο Κάουντ Μπέισι με μια ομάδα μουσικών της τζαζ που αυτοσχεδίαζε πάνω στο “Lady be Good”, με μια ξέφρενη ζωντανή ηχογράφηση, και στη συνέχεια πάλι Γκέρσουιν, η ερμηνεία του “The man I love” από τον Άρτι Σο με τον Ρόι Έλντριτζ να δίνει ρέστα. Ο Κόλμαν, μισοξαπλωμένος στο κρεβάτι, έκανε ότι του άρεσε περισσότερο τα σαββατόβραδα, αφού γύριζαν από το βραδινό τους φαγητό, Κιάντι, σπαγγέτι, και κρέπες με πέντε δολάρια, στο αγαπημένο τους ιταλικό εστιατόριο σε ένα υπόγεια της 14ης οδού: την κοίταζε που γδυνόταν. Εντελώς ξαφνικά, χωρίς καθόλου να την παρακινήσει ο ίδιος- το μόνο που την παρακίνησε ήταν προφανώς η τρομπέτα του Έλντριτζ η Στίνα άρχισε ότι ο Κόλμαν περιέγραφε ως τον πιο φιδίσιο σόλο χορό, που χόρεψε ποτέ ένα κορίτσι από το Φέργκας Φολς που δεν είχες κλείσει ούτε ένα χρόνο στη Νέα Υόρκη. Θα μπορούσε να σηκώσει και αυτόν τον ίδιο τον Γκέρσουιν από τον τάφο του, με εκείνο τον χορό, με τον τρόπο που τραγουδούσε το τραγούδι. Χάρη στη δύναμη ενός μαύρου τρομπετίστα που ερμήνευε το κομμάτι σαν μαύρο τραγούδι ανεκπλήρωτου έρωτα, εκεί, μπροστά στα μάτια του, διάφανη σαν το κρύσταλλο, αποκαλυπτόταν, η δύναμη της λευκότητάς της. Αυτό το τεράστιο λευκό μεγαλείο. «Θα ‘ρθει μια μέρα ο άντρας που αγαπώ… Θα είναι μεγάλος και δυνατός… ο άντρας που αγαπώ». Τα λόγια ήταν πολύ απλά, σαν να βγαίναν από το πιο αθώο αναγνωστικό της πρώτης δημοτικού, μα σαν τελείωσε ο δίσκος σήκωσε τα χέρια να κρύψει το πρόσωπο της, εννοώντας ή παριστάνοντας πως ήθελε να κρύψει την ντροπή της. Η κίνηση ωστόσο δεν την προστάτεψε από τίποτα και κυρίως δεν την προστάτεψε από τον εκστασιασμό του Κόλμαν «Πού σε βρήκα, Βολούπτας;» τη ρώτησε, «Πώς σε βρήκα; Ποια είσαι;»

(Philip Roth, Το ανθρώπινο στίγμα, μετάφραση: Τ. Παπαϊωάννου, 
εκδόσεις Πόλις, σελίδα 15)

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Ο Ρούμπενς είναι μια ιστορία μέσα στην ιστορία.

    

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδε στο ρολόι της ευρωπαϊκής τέχνης τους δείκτες να σημαίνουν μεσάνυχτα. 
Στο επόμενο κεφάλαιο, θα τον πλημμυρίσει μια άσβεστη νοσταλγία, σκεπτόμενος την παλιά του σύζυγο, αλλά και όλες τις γυναίκες που είχε γνωρίσει. 
Λίγο αργότερα, θα τον φανταστούμε στο τραπέζι του, με το κεφάλι μέσα στις παλάμες, σαν τον στοχαστή του Ροντέν.
    
    «Ο Ρούμπενς του μυθιστορήματος μου ήταν μήπως ένας μεγάλος δυνάμει ζωγράφος; Ή μήπως δεν είχε κανένα ταλέντο; Εγκατέλειψε τα πινέλα του επειδή του έλειψαν οι δυνάμεις του ή, το αντίθετο τελείως, επειδή είχε τη δύναμη να διακρίνει καθαρά τη ματαιότητα της ζωγραφικής; Συχνά βέβαια, σκεφτόταν τον Ρεμπώ, με τον οποίο στα τρίσβαθά του του άρεσε να συγκρίνει τον εαυτό του (αν και με ταπεινοφροσύνη και ειρωνεία). Ο Ρεμπώ, όχι μόνο εγκατέλειψε ριζικά και χωρίς οίκτο την ποίηση, αλλά η μετέπειτα δραστηριότητά του είναι η σαρκαστική της άρνηση: λένε ότι έκανε στην Αφρική εμπόριο όπλων, και μάλιστα δουλεμπόριο νέγρων. Ακόμα κι αν η δεύτερη διαβεβαίωση δεν είναι παρά ένας συκοφαντικός θρύλος, εξηγεί καλά, μέσω της υπερβολής την αυτοκαταστροφική βία, το πάθος, τη λύσσα με την οποία ο Ρεμπώ αποκόπηκε από το παρελθόν του του ποιητή. Αν ο Ρούμπενς αισθανόταν  όλο και περισσότερο να τον ελκύει ο κόσμος των εκμεταλλευτών και των χρηματιστών, είναι ίσως επίσης επειδή (δίκαια ή άδικα) έβλεπε σ’ αυτή την δραστηριότητα το αντίθετο ακριβώς των καλλιτεχνικών του ονείρων. Την ημέρα που ο Ν έγινε διάσημος, ο Ρούμπενς πούλησε ένα πίνακα που κάποτε εκείνος του είχε χαρίσει. Η πώληση αυτή όχι μόνο του έφερε κάποια χρήματα, αλλά του αποκάλυψε ένα καλό μέσο για να κερδίσει τη ζωή του: το να πουλά στους ενεχυροδανειστές (που περιφρονούσε) τα έργα των ζωγράφων (που δεν εκτιμούσε).
   Πολλοί άνθρωποι κερδίζουν τη ζωή τους πουλώντας πίνακες, χωρίς να ντρέπονται καθόλου που κάνουν ένα τέτοιο επάγγελμα. Μήπως ο Βελάσκεθ, ο Βερμέερ, ο Ρέμπραντ, δεν ήσαν κι αυτοί έμποροι πινάκων; Ο Ρούμπενς το ξέρει βεβαίως. Αλλά αν είναι έτοιμος να συγκρίνει τον εαυτό του με τον δουλέμπορο Ρεμπώ, δεν θα τον συγκρίνει ποτέ με τους μεγάλους ζωγράφους εμπόρους πινάκων. Ποτέ ο Ρούμπενς δεν θα αμφιβάλλει για το απολύτως άχρηστο του επαγγέλματός του. Στην αρχή, λυπήθηκε γι’ αυτό και προσήψε στον εαυτό του την ανηθικότητά του. Κατέληξε όμως να πει μέσα του: κατά βάθος τι σημαίνει να είναι κανείς «χρήσιμος»; Το άθροισμα της χρησιμότητας όλων των ανθρωπίνων όντων όλων των εποχών περιλαμβάνεται ολόκληρο στον κόσμο έτσι όπως είναι σήμερα. Κατά συνέπεια: τίποτα το πιο ηθικό από το να είναι κανείς άχρηστος.»

(Η Αθανασία, Μίλαν Κούντερα, Εκδόσεις Εστία, μετάφραση: Κατερίνα Δασκαλάκη, σελίδα 349)