«Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό, θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής, να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα…»


Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Ο Ρούμπενς είναι μια ιστορία μέσα στην ιστορία.

    

Στο προηγούμενο κεφάλαιο είδε στο ρολόι της ευρωπαϊκής τέχνης τους δείκτες να σημαίνουν μεσάνυχτα. 
Στο επόμενο κεφάλαιο, θα τον πλημμυρίσει μια άσβεστη νοσταλγία, σκεπτόμενος την παλιά του σύζυγο, αλλά και όλες τις γυναίκες που είχε γνωρίσει. 
Λίγο αργότερα, θα τον φανταστούμε στο τραπέζι του, με το κεφάλι μέσα στις παλάμες, σαν τον στοχαστή του Ροντέν.
    
    «Ο Ρούμπενς του μυθιστορήματος μου ήταν μήπως ένας μεγάλος δυνάμει ζωγράφος; Ή μήπως δεν είχε κανένα ταλέντο; Εγκατέλειψε τα πινέλα του επειδή του έλειψαν οι δυνάμεις του ή, το αντίθετο τελείως, επειδή είχε τη δύναμη να διακρίνει καθαρά τη ματαιότητα της ζωγραφικής; Συχνά βέβαια, σκεφτόταν τον Ρεμπώ, με τον οποίο στα τρίσβαθά του του άρεσε να συγκρίνει τον εαυτό του (αν και με ταπεινοφροσύνη και ειρωνεία). Ο Ρεμπώ, όχι μόνο εγκατέλειψε ριζικά και χωρίς οίκτο την ποίηση, αλλά η μετέπειτα δραστηριότητά του είναι η σαρκαστική της άρνηση: λένε ότι έκανε στην Αφρική εμπόριο όπλων, και μάλιστα δουλεμπόριο νέγρων. Ακόμα κι αν η δεύτερη διαβεβαίωση δεν είναι παρά ένας συκοφαντικός θρύλος, εξηγεί καλά, μέσω της υπερβολής την αυτοκαταστροφική βία, το πάθος, τη λύσσα με την οποία ο Ρεμπώ αποκόπηκε από το παρελθόν του του ποιητή. Αν ο Ρούμπενς αισθανόταν  όλο και περισσότερο να τον ελκύει ο κόσμος των εκμεταλλευτών και των χρηματιστών, είναι ίσως επίσης επειδή (δίκαια ή άδικα) έβλεπε σ’ αυτή την δραστηριότητα το αντίθετο ακριβώς των καλλιτεχνικών του ονείρων. Την ημέρα που ο Ν έγινε διάσημος, ο Ρούμπενς πούλησε ένα πίνακα που κάποτε εκείνος του είχε χαρίσει. Η πώληση αυτή όχι μόνο του έφερε κάποια χρήματα, αλλά του αποκάλυψε ένα καλό μέσο για να κερδίσει τη ζωή του: το να πουλά στους ενεχυροδανειστές (που περιφρονούσε) τα έργα των ζωγράφων (που δεν εκτιμούσε).
   Πολλοί άνθρωποι κερδίζουν τη ζωή τους πουλώντας πίνακες, χωρίς να ντρέπονται καθόλου που κάνουν ένα τέτοιο επάγγελμα. Μήπως ο Βελάσκεθ, ο Βερμέερ, ο Ρέμπραντ, δεν ήσαν κι αυτοί έμποροι πινάκων; Ο Ρούμπενς το ξέρει βεβαίως. Αλλά αν είναι έτοιμος να συγκρίνει τον εαυτό του με τον δουλέμπορο Ρεμπώ, δεν θα τον συγκρίνει ποτέ με τους μεγάλους ζωγράφους εμπόρους πινάκων. Ποτέ ο Ρούμπενς δεν θα αμφιβάλλει για το απολύτως άχρηστο του επαγγέλματός του. Στην αρχή, λυπήθηκε γι’ αυτό και προσήψε στον εαυτό του την ανηθικότητά του. Κατέληξε όμως να πει μέσα του: κατά βάθος τι σημαίνει να είναι κανείς «χρήσιμος»; Το άθροισμα της χρησιμότητας όλων των ανθρωπίνων όντων όλων των εποχών περιλαμβάνεται ολόκληρο στον κόσμο έτσι όπως είναι σήμερα. Κατά συνέπεια: τίποτα το πιο ηθικό από το να είναι κανείς άχρηστος.»

(Η Αθανασία, Μίλαν Κούντερα, Εκδόσεις Εστία, μετάφραση: Κατερίνα Δασκαλάκη, σελίδα 349)