«Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό, θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής, να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα…»


Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2011

Φυγή


Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος
Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.



Γεώργιος Σεφέρης

Νύχτα


Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή.

Στις μεσονύχτιες στράτες περπατάνε 

αποσταμένοι οι έρωτες 
κι οι γρίλιες των παράθυρων εστάξανε 
τον πόνο που κρατάνε

Στις στέγες εκρεμάστη το φεγγάρι 

σκυμμένο προς τα δάκρυα του 
κι η μυρωμένη λύπη των τριαντάφυλλων 
το δρόμο της θα πάρει

Ολόρθο το φανάρι μας σωπαίνει 

χλωμό και μυστηριώδικο 
κι η πόρτα του σπιτιού μου είναι σα ν' άνοιξε 
και λείψανο να βγαίνει.

Σαρκάζει το κρεβάτι τη χαρά τους 

κι αυτοί λέν πως έτριξε· 
δε λεν πως το κρεβάτι οραματίζεται 
μελλοντικούς θανάτους.

Και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες 

τη νύχτα την αστρόφεγγη 
που θα' πρεπε η αγάπη ναν την έπινε 
και παίζουν οι λατέρνες.

Χυμένες στα ποτήρια καρτερούνε 

οι λησμονιές γλυκύτατες· 
οι χίμαιρες τώρα θα ειπούν το λόγο τους 
και οι άνθρωποι θ' ακούνε

Καθημερνών χαμώνε κοιμητήρι 

το πάρκον ανατρίχιασε 
την ώρα που νεκρός κάποιος εκίνησε 
να πάει στη χλόη να γείρει. 


Κ. Καρυωτάκης, "Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγματων"

Οι προσευχές των ναυτικών...

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

Οι Κούληδες με την βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή « Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.



Ν. Καββαδίας, (Μαραμπού)

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Οι βάρβαροι (Κ.Π. Καβάφης)

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

        Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
  Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
        Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.


—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
 και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
 στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
        Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
        τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
        για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
        τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.


— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
 σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
 γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
 και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
 γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
 μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.


—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
 να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

        Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
        κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
 κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
 Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
 κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

        Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
        Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
        και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

                               __

 Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
 Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Μπρεχτ για τους φοιτητές

Για τους φοιτητές που εξακολουθούν να αγωνίζονται! Για τους φοιτητές που επαγρυπνούν σε κάθε σχολή!

Στους φοιτητές της εργατοαγροτικής σχολής
Για να μπορείτε να καθόσαστε εδώ: τόσο αίμα
χύθηκε. Μπορεί να το ξεχάσετε να επιθυμείτε.
Να ξέρετε τούτο μοναχά: σ' αυτά τα καθίσματα καθότανε άλλοι 
πιο μπροστά από σας
που αργότερα καθίσανε πάνω στο σβέρκο των ανθρώπων.
Επαγρυπνείτε!


Πάντα ό,τι να ερευνάτε, ό,τι ν' ανακαλύψετε
ό,τι να μάθετε, δε θα σας χρησιμέψει,
αν δε συνδέετε με τον αγώνα το μυαλό σας
και δε διαχωρίζεστε απ' όλους τους εχθρούς της ανθρωπότητας.


Ποτέ να μην ξεχνάτε: κάποιοι όμοιοί σας αγωνίστηκαν
για να μπορείτε εδώ να κάθεστε εσείς κι όχι πια οι προηγούμενοι.
Μην κρύβεστε λοιπόν, μα συναγωνιστείτε
για ν' αποχτήσετε τη γνώση και ποτέ να μην την αρνηθείτε!
 

Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2011

Η Κατερίνα Γώγου για τα φεμινιστικά κινήματα


 Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών.
Βαράγαν στο ψαχνό.
- Στον αέρα ρίχνουνε είπαν αυτές
Ύστερα γέμισε αίμα η λακκουβίτσα στη στάση.
- Πλαστικές είναι είπαν αυτές
Ύστερα έπεσε κάτω.
- Λιποθύμησε είπαν αυτές
Ύστερα έμενε ακίνητος
είχανε ξεκινήσει. Έμεινε ακίνητος
είχανε πάρει το τρόλευ, φύγανε. Πάνε αυτές.

(Η Κίνηση Δημοκρατικών Γυναικών υπήρξε πολιτικό μόρφωμα που έκανε την εμφάνιση του την εποχή της μεταπολίτευσης. Πέτυχε να συσπειρώσει γύρω του πολλές γυναίκες και κομματικοποίησε μεγάλο μέρος από αυτές, δεν προσέφερε, όμως, ουσιαστικά καμιά νίκη στη διεκδίκηση εκ μέρους των γυναικών. Για το λόγο αυτό υπήρξε θνησιγενές μόρφωμα και η επιρροή του σταδιακά μειώθηκε.)

Το ποίημα παρουσιάζει με αφαιρετική σκηνοθετική ματιά  ένα περιστατικό που λαμβάνει χώρα σε μια στάση λεωφορείου. Οι γυναίκες που περιμένουν στη στάση, και όπως συμπεραίνουμε από τον τίτλο είναι εκπρόσωποι της Κίνησης Δημοκρατικών Γυναικών, γίνονται μάρτυρες μιας αστυνομικής επίθεσης. Απέναντι στα πραγματικά γεγονότα που εξελίσσονται μπροστά τους και απέναντι στη θέα της ωμής αστυνομικής βίας («βαράγαν στο ψαχνό… γέμισε η λακκουβίτσα αίμα… έπεσε κάτω») δεν αντιδρούν, ενώ η στάση τους χαρακτηρίζεται από απάθεια, αδιαφορία, και υποκρισία. Η συμπεριφορά αυτή είναι ενδεικτική του τρόπου με τον οποίο οι συγκεκριμένες φεμινίστριες αντιλαμβάνονται το έργο της κρατικής εξουσίας στα πλαίσια της δημοκρατίας. Ο έλεγχος των διαφορετικά σκεπτόμενων αντιμετωπίζεται ως θεμιτός από τις συγκεκριμένες φεμινίστριες, οι οποίες επιδιώκουν μεν, να βελτιώσουν τη θέση τους στην κοινωνία, ανεχόμενες δε την κρατική βία όπως εκφράζεται στο πλαίσιο της πατριαρχικής δομής της κοινωνίας.
Η αστυνομική βία που αποτελεί το απόλυτο συμβάν στη δημοκρατική κοινωνία και στο οποίο θα έπρεπε να επικεντρώσουν την προσοχή τους, τις αφήνει παγερά αδιάφορες.
 Η Κατερίνα Γώγου στηλιτεύει το συντηρητικό ρόλο που είχαν υιοθετήσει τα διάφορα γυναικεία κινήματα της εποχής της, με σκοπό να προσκαλέσουν και να κομματικοποιήσουν όσο το δυνατό ευρύτερες μάζες.
Τέτοια συμβατικά, μη-επαναστατικά κινήματα, στα οποία η σχέση με το γυναικείο πρόβλημα ήταν επιφανειακή και προσχηματική, ήταν από τη φύση τους καταδικασμένα να αποτύχουν γιατί δε στόχευαν στην ίδια τη μορφή της πατριαρχικής και καπιταλιστικής κοινωνίας, οι δομές της οποίας είναι η «μήτρα του κακού» που διαιωνίζει την ανισότητα των φύλων.
Οι εκπρόσωποι της Κίνησης Δημοκρατικών Γυναικών αποδεχόμενες τον καπιταλιστικό σύστημα, αποδέχονται και την κοινωνική καταπίεση που αυτό παράγει. Μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα η προσπάθεια εξάλειψης του σεξισμού είναι μάταιη.
Ουσιαστική αλλαγή θα μπορέσει να υπάρξει μόνο όταν οι γυναίκες συνειδητοποιήσουν ότι ο αγώνας τους ενάντια στην καταπίεση είναι άμεσα συνδεδεμένος με τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχική και καπιταλιστική δομή της κοινωνίας. Ένας τέτοιος αγώνας πρέπει να είναι κοινός, και να έχει ταξική χροιά έτσι ώστε να αποδομήσει το σύστημα εκείνο που παράγει τις ανισότητες για να συντηρηθεί.

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Με αφορμή την έναρξη της σχολικής χρονιάς...

 Με αφορμή την έναρξη της σχολικής χρονιάς, ένα ποίημα για τις 300 καταλήψεις σε όλη την Ελλάδα, για τους φοιτητές που αγωνίζονται σε κάθε χώρα, για όσους δεν μαθαίνουν να ευχαριστιούνται με τα λίγα, για την κοινωνία που εξεγείρεται στους δρόμους, για τους μαθητές που ονειρεύονται ένα πιο ανθρώπινο εκπαιδευτικό σύστημα, για τους μαθητές που ονειρεύονται το μέλλον τους, για τους μαθητές που διεκδικούν το μέλλον τους.

"Αυτοί που παίρνουν το ψωμί από το τραπέζι

Μας διδάσκουν να ευχαριστιόμαστε με τα λίγα

Εκείνοι που γι αυτούς προορίζεται η πλούσια διανομή ζητούν θυσίες

Εκείνοι που τρώνε μέχρι σκασμού μιλούν στους πεινασμένους

για τους ωραίους καιρούς που θα έρθουν.

Εκείνοι που οδηγούν τη χώρα στην στην άβυσσο

λένε πως η διακυβέρνηση μιας χώρας

είναι πολύ δύσκολη για τους κοινούς ανθρώπους.


Αυτοί που μας πήραν το βιβλίο απο το χέρι,

μας κατηγορούν ότι μείναμε αδιάβαστοι"

                                                     Μ. Μπρεχτ

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ

             http://www.youtube.com/watch?v=E_kmAbcMZnY


Την πόρτα ανοίγω το βράδυ,
τη λάμπα κρατώ ψηλά,
να δούνε της γης οι θλιμμένοι,
να ’ρθούνε, να βρουν συντροφιά.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι,
σταμνί για να πιει ο καημός
κι ανάμεσά μας θα στέκει
ο πόνος, του κόσμου αδερφός.

Να βρούνε γωνιά ν’ ακουμπήσουν,
σκαμνί για να κάτσει ο τυφλός
κι εκεί καθώς θα μιλάμε
θα ’ρθει συντροφιά κι ο Χριστός.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ



 (απόσπασμα από τη Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη)
μιλάει η Μαρία Νεφέλη:


Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλό μου μπρούμυτα 

τιμωρημένη 
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιό μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν-ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά που άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά 

σαν εφηβαία-φοβόμουνα και μου άρεσε
ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι...

Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι:«Δεσποινίς» 

φοβόμουνα και μου άρεσε. 
'Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα 
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια·
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου 'βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικάπ.

'Ήταν θυμάμαι «Η Αννέτα με τα σάνταλα» 

«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης» 
Το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δε θα μας έρθει» 
(ναι θυμάμαι και άλλα) 
το ξαναλέω- δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».
Μου το 'χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα που καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα
το ποδήλατό του με άκρα προσοχή
το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε το σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι που αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ —δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας.

Ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ' έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ' εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν-απιστεύτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό που με πιτσίλιζαν
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.

http://www.youtube.com/watch?v=nZ83kOdIt0w

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

Παραλληλισμοί, του Ν.Καββαδία


Τρία πράγματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών,
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.

Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρ' όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.

aπό τη συλλογή Μαραμπού (1933)

Αργοπεθαίνει όποιος… (Muere lentamente) του Pablo Neruda


Αργοπεθαίνει
όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας,
επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές,
όποιος δεν αλλάζει περπατησιά,
όποιος δεν ρισκάρει να αλλάξει χρώμα στα ρούχα του,
όποιος δεν μιλά σε όποιον δεν γνωρίζει.

Αργοπεθαίνει
όποιος έχει την τηλεόραση για μέντορα του.

Αργοπεθαίνει
όποιος αποφεύγει ένα πάθος,
όποιος προτιμά το μαύρο αντί του άσπρου
και τα διαλυτικά σημεία στο “ι” αντί για τη δίνη της συγκίνησης,
αυτής ακριβώς που δίνει μια λάμψη στα μάτια,
που μετατρέπει ένα χασμουρητό σε χαμόγελο,
που κάνει την καρδιά να χτυπά στα λάθη και στα συναισθήματα.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι,
όταν δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του,
όποιος δεν ρισκάρει τη σιγουριά του,
για την αβεβαιότητα του να τρέξεις πίσω από ένα όνειρο,
όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του, έστω για μια φορά στη ζωή του,
να παρακούσει τις συμβουλές των γνωστικών.

Αργοπεθαίνει
όποιος δεν ταξιδεύει,
όποιος δεν διαβάζει,
όποιος δεν ακούει μουσική,
όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του.

Αργοπεθαίνει
όποιος καταστρέφει τον έρωτά του,
όποιος δεν αφήνει να τον βοηθήσουν,
όποιος περνά τις μέρες του παραπονούμενος για την κακή του τύχη
ή τη βροχή που δε σταματά

Αργοπεθαίνει
όποιος εγκαταλείπει μία ιδέα του πριν καν την βάλει μπρος,
όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει
ή δεν απαντά όταν τον ρωτάν για αυτά που ξέρει

Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις,
όσο θυμόμαστε συνέχεια πως για νά 'σαι ζωντανός
χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη
από το απλό γεγονός της αναπνοής καθαυτό.

Μοναχά η φλογερή υπομονή
θα μας οδηγήσει στην κατάκτηση της πιο λαμπρής ευτυχίας.

Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Μάσκες

    Τάσος Λειβαδίτης, από τη συλλογή Οι Τελευταίοι (απόσπασμα)
  μιλάει ο Στέφανος:
 Αλήθεια, αν μπει κανείς, ξαφνικά, στο δωμάτιο θα μας
περάσει για θεατρίνους- η Κλυταιμνήστρα, ο Πυλάδης..
Εξάλλου μια σειρά από μάσκες κρέμονται στον τοίχο,
μάσκες που τις χρησιμοποιήσαμε
άλλοτε για ν' αρέσουμε ή να ωφεληθούμε
κι άλλοτε μονάχα από συνήθεια ή σαν την αυτόματη κίνηση
που κάνει κανείς
για να σωθείς από΄ να κίνδυνο-η μάσκα του ανδρείου,
του κυνικού, του αλαζόνα ή του σεμνού…

Όμως οι μάσκες κάποτε θα τελειώσουν, σαν τα τραγούδια
και τις γιορτές,
και τότε θα φανεί αυτό το ανύπαρχτο πρόσωπο που υπήρ-
ξαμε…

 Στις χαραυγές ξεχνιέμαι, Θανάσης Παπακωνσταντινου
Mάσκα δεν έχω να γυρνώ στο καρναβάλι ετούτο
μόνο μια απόχη να τρυγώ της θάλασσας την πονηριά
και της σιωπής τον πλούτο

Bάρα καλή, βάρα γερή, μια ντουφεκιά ζαχαρωτή
κι άσε να νοιώσει η γαλαρία του χαρτοπόλεμου τη βία

Σκουπίδι η σκέψη την πετώ, τη λογική απαρνιέμαι
μ' ένα σαράκι αρμένικο για δρόμους που δε θέλησα
στις χαραυγές ξεχνιέμαι

Bάστα το νού, βάστα το νου να μην γκρινιάξει του καιρού
πού 'φτιαξε με τον πόνο κλίκα και τσιγκουνεύεται στη γλύκα
http://www.youtube.com/watch?v=8i4nW4OevR0 

Μίλτος Σαχτούρης, Αποκριά (από τη συλλογή "με το πρόσωπο στον τοίχο")
Μακριά σ' ένα άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανάπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο με παγωμένα δόντια
Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ' ένα άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
η αποκριά.



Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Ο μονόλογος της Νίνας...


"Γιατί λες πως φιλείς το χώμα που πατώ; Εγώ θέλω σκότωμα. (Γέρνει πάνω στο τραπέζι). Είμαι τόσο κουρασμένη! Αν μπορούσα να ξεκουραστώ… Αν μπορούσα να ησυχάσω!… (Σηκώνει το κεφάλι της). Είμαι γλάρος… Όχι, άλλο ήθελα να πω… Είμαι ηθοποιός… Ω, μάλιστα! (Ακούει τη ΜΑΝΤΑΜ ΑΡΚΑΝΤΙΝ και τον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ που γελούν. Αφουγκράζεται μια στιγμή, ύστερα τρέχει στην πόρτα αριστερά και κρυφακούει από την κλειδαρότρυπα). Είναι κι αυτός εδώ!… (Γυρνώντας πίσω στον ΤΡΕΠΛΙΕΦ). Καλά… Ας είναι… Δεν πειράζει. Δεν επίστευε στο θέατρο, πάντα γελούσε με τα όνειρά μου, ώσπου σιγά – σιγά έπαψα κι εγώ να πιστεύω, έχασα το θάρρος μου… Έπειτα οι αμφιβολίες για την αγάπη του, η ζήλια, ο φόβος κι η αγωνία για το παιδί μου… Έγινα ποταπή, ασήμαντη, έπαιζα κουτά.. Δεν ήξερα τι να κάνω τα χέρια μου, δεν ήξερα να σταθώ στη σκηνή, δεν μπορούσα να κανονίσω τη φωνή μου. Εσύ δεν μπορείς να φανταστείς τι νιώθει εκείνος που ξέρει πως παίζει ελεεινά.
   Είμαι ένας γλάρος. Όχι, δεν είν’ αυτό… Θυμάσαι που σκότωσες κάποτε ένα γλάρο; Ένας άνθρωπος πέρασε κατά τύχη, τον είδε, και μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει τον κατάστρεψε… Ένα θέμα για μικρό διήγημα… Όχι, δεν είν’ αυτό… μ’  όλο που…
   Τι έλεγα;… Α, για τη σκηνή. Ναι, τώρα πια δεν είμ’ έτσι. Τώρα είμαι μια πραγματική ηθοποιός, παίζω με πάθος, μ’ ενθουσιασμό, μεθώ πάνω στη σκηνή, νιώθω πως είμαι ωραία… Και τώρα, αφότου βρίσκομαι δω, περπατώ τριγύρω και σκέφτομαι, σκέφτομαι, και νιώθω πως η ψυχή μου γίνεται κάθε μέρα πιο δυνατή! Τώρα το ξέρω, το καταλαβαίνω, Κώστια, πως στη δουλειά μας – στο παίξιμο ή στο γράψιμο – κείνο που αξίζει δεν είναι η φήμη, δεν είναι η δόξα, μήτε εκείνα που ονειρευόμαστε, αλλά το να μάθεις πώς να κάνεις υπομονή… Να μάθεις να σηκώνεις το σταυρό σου και να ’χεις πίστη. Εγώ τώρα πιστεύω, κι αυτό με κάνει να πονώ λιγότερο. Κι όταν σκέφτομαι την τέχνη μου, την αποστολή μου, δε φοβάμαι τη ζωή..."

(απόσπασμα από το έργο "ο Γλάρος" του Άντον Τσέχωφ)

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

από τον «Πύργο των Πυρηναίων» του Jostein Gaarder

«Αν δύο σωματίδια, δύο φωτόνια για παράδειγμα, έχουν κοινή προέλευση ή αφετηρία και στη συνέχεια διασπαστούν και εγκαταλείψουν το ένα το άλλο με μεγάλη ταχύτητα, , θα συνεχίσουν παρά ταύτα να βρίσκονται σε συνάρτηση σαν μια ολότητα. Ακόμα κι αν το καθένα σταλεί προς διαφορετική κατεύθυνση στο Διάστημα και βρεθούν σε απόσταση ετών φωτός μεταξύ τους, θα παραμείνουν περιπλεγμένα, καθένα θα έχει πληροφορίες για τις ιδιότητες του άλλου, και το ένα «δίδυμο σωματίδιο» θα επηρεάζεται από αυτά που συμβαίνουν στο άλλο. Φυσικά, δεν πρόκειται για επικοινωνία, αλλά για συνάρτηση -ή γι’ αυτό που αποκαλούμε «μη τοπικότητα*». Σε επίπεδο κβάντων, ο κόσμος είναι μη τοπικός. Αυτό είναι παράξενο, ίσως εξίσου ακατανόητο με τη δύναμη της βαρύτητας -και ο Einstein αρνούνταν το φαινόμενο, γιατί του φαινόταν πρόκληση κατά της λογικής, αλλά μετά τον Einstein έχει επιβεβαιωθεί πειραματικά.
Δε μιλάμε για τηλεπάθεια, αλλά για τηλεφυσική. Ωστόσο, η ψυχική επαφή μέσα από μεγάλες αποστάσεις είναι, κατά τη γνώμη μου, πιο ουσιαστική για τον άνθρωπο από την κβαντομηχανική -απλώς και μόνο γιατί εμείς είμαστε τα πνεύματα εδώ. Πρόσεξε τα αστέρια και τους γαλαξίες. Κοίταξε τους κομήτες και τους αστεροειδείς που περνάνε και επίτρεψε στον εαυτό σου ένα καταπληκτικό γέλιο. Παρόλο που αυτοί είναι τεράστια ουράνια σώματα, εμείς είμαστε οι ζωντανές ψυχές σ’ αυτό το σύμπαν».

*Σημείωμα του Αναγνώστη: ουτοπία

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις...


Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφαγίδα του βάνει.

Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μέσ’ απ’ τα πράγματα,
ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενητειά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες τη δική σου σιωπή.

Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέρριτη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια με την νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τοσηδά και απ’ τα αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.

Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.


                                                              

Πάμπλο Νερούδα, "Είκοσι Ερωτικά Ποιήματα και Ένα Τραγούδι Χωρίς Καμμιάν Ελπίδα" (2005)


Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Θα 'ρθω να σε βρω



Όταν πλακώσει ο θάνατος αρχίζει η καταγραφή της ζωής. Κι έτσι κυκλοφορούν τα βιβλία.
Το καλό με μένα αλλά και το ζόρι είναι που ξέρω συνειδητά το θάνατό μου και μαζί με την καταγραφή της πεθαμένης ζωής, μπορώ να καταγράφω και το θάνατο μου. 

Κάποτε θα με διαβάσεις ίσως, θα ακούσεις τα τραγούδια μου, θα με κατανοήσεις. Αλλά δε θα 'μαι εγώ πια. Θα 'ναι αυτή η μάσκα που φορούν στους πεθαμένους. Όσους τους χρησιμοποιούν μετά το θάνατό τους, όταν οι ίδιοι δεν υπάρχουν. Όσο υπήρχα με φοβόσουν. Όσο υπήρχα δε με άντεχες. Δεν είχες καν τη δύναμη να μείνεις ένα δευτερόλεπτο κοντά, άμα σου το ζητούσα.
Θα προτιμούσα να μη με διάβαζες ποτέ. Είναι καλύτερο ν' αγοράσεις ή να κλέψεις ένα μπλουζάκι με την φάτσα μου επάνω τυπωμένη. Κι ας σου φαίνεται γελοίο. Κι ας μου φαίνεται γελοίο. Θέλεις να πατάς σταθερά. Σ' αρέσουν οι ρηχές θάλασσες. Σ' αρέσει να γυρνάς τον κόσμο, αλλά πάντα στα ρηχά. Εμένα μ' αρέσουν οι βαθιές θάλασσες. Κι ας μη γυρνώ τον κόσμο. Κι ας μη με νομίζει κολλημένο στο ίδιο αυτό σημείο. Δεν υπάρχει σύμπαν, υπάρχουν μόνο στιγμές, συμπαντικές στιγμές. Αν φτάσεις στην ακινησία, μπορείς παντού να ταξιδέψεις.
Γι'αυτό ξέχασες που σου 'λεγα μωρό μου, κείνο το πρωινό δίπλα στη σκάλα, πως η ζωή και ο θάνατος δεν είναι θέμα περιβάλλοντος. Είναι θέμα αντοχής στην ίδια γραμμή πλεύσης. Εγώ δεν χρειάζομαι τον κόσμο, κακώς έχεις νομίσει. Για μένα δεν υπάρχει κόσμος, χρειάζομαι απλά να δημιουργώ κόσμους....
.....Η κοινωνία των ανδρών είναι σιχαμερή. Η κοινωνία των γυναικών το ίδιο. Ζήτω η κοινωνία των παιδιών και των ζώων. Όχι όλων. Αυτών που δεν έχουν αποκτήσει ακόμα ανθρώπινες συνήθειες.....

Νικόλαος Άσιμος, 1981
(απόσπασμα από το έργο του "Αναζητώντας τους Κροκανθρώπους")