«Πήγα στα δάση γιατί θέλησα να ζήσω με σκοπό, θέλησα να ζήσω βαθειά, να ρουφήξω το μεδούλι της ζωής, να αποδιώξω ότι δεν ήτανε ζωή και όχι όταν πεθάνω ν’ ανακαλύψω πως δεν έζησα…»


Πέμπτη 18 Απριλίου 2013

Τὰ δεκατέσσερα παιδιά




«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...» μελωδοῦσε γιομίζονταςτὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπακαθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, ἀναπαύοντανπάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ ἔβλεπεςπὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένακαὶ στεκόντουσαν γύρω σου. Τὰ μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!...» 
Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψειςτὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζενἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶςμπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
ῥοδῶνες καὶ κλήματα...»
 Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσεςμποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέριακι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξημὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.
Ἀλλὰ ξύπναγες τὸ πρωῒ κι ἄκουγες ποὺ ἔβρεχε.Σὲ δίπλωνε σὰ μιὰ λύπη τ᾿ ἀδιάβροχό σουκι ὁ δρόμος γιὰ τὸ σχολειὸ γινόταν πιὸ δύσκολος.Βάδιζες κ᾿ εἶχες σκυμμένο τὸ πρόσωποσὰ νἆταν κάποιος ἀπάνω σου καὶ νὰ σ᾿ ἔκρινεγιὰ τ᾿ ἄδεια σου χέρια. Σὰ νἄφταιγες μάλιστα,
σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ σὲ μπάτσιζε τὸ χιονόνερο.
Ἔμπαινες στὸ σχολειὸ κ᾿ ὅπως τ᾿ ἀντίκριζεςμοιραζόταν σὲ δεκατέσσερα χαμόγελα τὸ πρόσωπό σου.Θυμόσουν πὼς ἡ ἀγκάλη σου ἦταν μισὴκι ἀνεβαίνοντας πάνω στὴν ἕδρα σουἄνοιγες τὴ λύπη σου καὶ τὰ σκέπαζες
ὅπως ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὴ γῆ.
Ὥρα 8 καὶ 20´ ἀκριβῶς.Τὸ μάθημα ἀρχίζει κανονικά.Ἐσὺ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἕδρα κι ἀπ᾿ ἀντίκρυ σου ὁ Χριστός,ἁπαλὸς καὶ γλυκὺς μὲς στὸ κάδρο του,δίνετε τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τουςνὰ τοὺς κάμετε μιὰ στέγη ἀπὸ ζεστασιὰγιατὶ σᾶς ἤρθανε καὶ σήμερα μουσκεμένακ᾿ ἡ λύπη περπατάει μὲς στὰ μάτια τους
ὅπως ὁ σπουργίτης πάνω στὸ φράχτη.
Τὸ καλαμπόκι δὲν ψώμωσε τὸ περσινὸ καλοκαίρικι ἀκοῦς τὸ ψωμάκι ποὺ κλαίει μὲς στὶς μπόλιες τους.Ὥρα 10 καὶ 20´. Τὸ μάθημα συνεχίζεται.Οἱ σπουργίτες σου χτυποῦν τὰ φτερά τους.Τὸ μολύβι πεθαίνει ἀνάμεσα στὰ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.Ἡ καρδιά σου εἶναι τώρα μιὰ στάμνα σπασμένη.Τὰ λόγια σου βγαίνουν ἀργὰ σὰ μιὰ βρύση ποὺ στέρεψε:«Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος...».Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Τὰ μέτρησες δέκα φορές.Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Μετρᾶς τὸ ἕνα χέρι σου-τ᾿ ἄλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σὲ συννεφιά-τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Σηκώνεις τὸ πρόσωπο,κοιτάζεις τὴ στέγη, κάνεις πὼς σκέφτεσαισκύβεις πάλι στὴν ἕδρα, ξεφυλλίζεις τὸν Αἴσωπο,κατεβαίνεις καὶ γράφεις στὸ μαυροπίνακα,κοιτάζεις τὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο,γυρίζεις τὸ κεφάλι σου ἀλλοῦ,δὲ μπορεῖς ἄλλο παρὰ νὰ κλάψεις.Παίρνεις τὸ μαθητολόγιο στὰ χέρια σου,κάτι ψάχνεις νὰ βρεῖς, τὸ σηκώνεις διαβάζοντας
καὶ σκεπάζεις τὸ πρόσωπό σου.
Τὰ σύννεφα ἔχουν μπεῖ μὲς στὴν τάξη.Ἀντίκρυ σου κι ὁ Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ ἀμηχανία.Θαρρεῖς καὶ σηκώνει στ᾿ ἀλήθεια τὰ χέρια τουἑνωμένα στὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπὸ πάνω του.Νιώθει στενόχωρα ὅπως τὰ μεσάνυχτα στὴ Γεθσημανῆκαὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ χτυπήσω τὸν ὦμοκαὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ: Δός του θάρρος,βοήθησέ τον νὰ βγεῖ ἀπ᾿ τὴ δύσκολη θέση,κατέβαινε, διάσχισε τὴν αἴθουσα γρήγορα,μὴν τὸν ἀφήνεις ἐκτεθειμένο στὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν,δός του ἕνα βιβλίο νὰ κάνει πὼς συλλαβίζει,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κρύψει τὰ μάτια του.

- Νικηφόρος Βρεττάκος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου